«Από κόσκινο» περνάει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο η ΕΝΥΠΕΚΚ. Ποια σημεία επισημαίνει.
Τα «πυρά» της κατά του νέου εργασιακού νομοσχεδίου στρέφει η Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝ.ΥΠ.Ε.Κ.Κ.).
Όπως επισημαίνει σε ανακοίνωσή της οι πολλές, φτηνές και απλήρωτες («διευθετούμενες») υπερωρίες θα προκαλέσουν έκρηξη ανεργίας, αύξηση των φτωχών εργαζομένων («working poors») και νέο κύμα φυγής των νέων («brain drain»).
Επίσης επισημαίνει πώς τα 15-20 εκατ. ωρών υπερεργασίας – υπερωρίας του σχεδίου Χατζηδάκη ισοδυναμούν με απώλεια 100.000-120.000 θέσεων εργασίας ετησίως!
Αναλυτικά η ανακοίνωση και τα σημεία των εντάσεων:
«1.Ανάπτυξη με ρήτρα τη διαρκή μείωση του μισθολογικού κόστους (άμεσου-έμμεσου)
Η ιστορία τού καπιταλιστικού συστήματος και της κατίσχυσής του είναι ουσιαστικά η ιστορία εκμετάλλευσης ή «αξιοποίησης» της ανθρώπινης εργασίας. Και επειδή τις τελευταίες δεκαετίες η εργασία μετράται και αμείβεται με τον χρόνο (ωρομίσθιο, ημερομίσθιο, μισθός με τον μήνα κ.ο.κ.), η ιστορία τού καπιταλισμού, αλλά και της Εργατικής Τάξης είναι εν μέρει η ιστορία τής απλήρωτης ή υπο-αμειβόμενης ανθρώπινης εργασίας.
Σ’αυτό το σημείο βρίσκεται και ο κεντρικός πυρήνας τής διδασκαλίας τού Μαρξ και του κομβικού συμπεράσματός του («Κεφάλαιο», «Νόμος για την υπεραξία»), ότι ο πλούτος των καπιταλιστών προέκυπτε κυρίως από το απλήρωτο κομμάτι (υπεραξία) της ανθρώπινης εργασίας (υπερεργασία). Κι αυτά βεβαίως με δεδομένο τότε ότι η ανθρώπινη εργασία ήταν ο κεντρικός και καθοριστικός συντελεστής τής παραγωγής και της οικονομίας.
Κατά την εποχή τής νεωτερικότητας δύο ήσαν -και είναι ακόμη- οι βασικές οικονομικές σχολές σκέψης για την ανάπτυξη, ιδιαίτερα δε στην ύστερη νεωτερικότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο:
Η πρώτη υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα και συνέπεια τής μαζικής και σχεδιασμένης χρήσης των παραγωγικών μέσων με την πρωταρχική συμβολή των δημοσίων επενδύσεων…
Η δεύτερη, μαζί με την ανανέωση των μέσων παραγωγής και τον εκσυγχρονισμό τού παγίου κεφαλαίου (κοινές θέσεις και των δύο σχολών), υποστηρίζει τη διαρκή μείωση του μισθολογικού κόστους (άμεσου-έμμεσου), κάτι που στην Ελλάδα το είδαμε να επιβάλλεται με τα Μνημόνια των δανειστών, ρητά δε και κατηγορηματικά με το β’ Μνημόνιο (ν. 4046/2012) και τη ρήτρα «βουλγαροποίησης» των ελληνικών μισθών (ν. 4046/2012 σελ. 713).
Έκτοτε η μνημονιακή «κανονικότητα» θεωρεί τη μείωση μισθολογικού κόστους το «ιερό δισκοπότηρο» τής σύγχρονης διακυβέρνησης. Η πολιτική αυτή, δηλαδή η επιδίωξη της ανάπτυξης με ρήτρα μείωσης του μισθολογικού κόστους, είναι η κεντρική ιδέα και του Πορίσματος Πισσαρίδη, επί του οποίου στηρίχθηκε και το λεγόμενο «Σχέδιο για την ανάπτυξη» που υπέβαλε η κυβέρνηση στην ΕΕ για τη διεκδίκηση των κονδυλίων-δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η μείωση λοιπόν των μισθών και η φτηνή εργασία είναι ο κεντρικός στόχος και η βασική επιδίωξη του νέου εργασιακού νομοσχεδίου.
Είναι προφανές ότι οι συντάκτες όλης αυτής τής αλληλουχίας των κειμένων έχουν ατελή-ελλειμματική κατανόηση τής παραδοσιακής λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, η οποία στηρίζεται κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όλων των τομέων παραγωγής που έχουν παραδοσιακή οικογενειακή συγκρότηση και όχι βεβαίως στα εκτεταμένα εργασιακά συστήματα των άλλων κεντροευρωπαϊκών και βόρειων χωρών.
Η ελλιπής αυτή κατανόηση της λειτουργίας τής ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας οδηγεί τους εμπνευστές αυτών των κειμένων στην εισαγωγή εργασιακών αντιλήψεων και συστημάτων που κάθε άλλο παρά είναι αποτελεσματικά και αναπτυξιογόνα στην ελληνική πραγματικότητα.
2.Η αλήθεια για το 8ωρο-υπερωρίες-«διευθέτηση»
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο, -πλην της κύρωσης της Σύμβασης 190/2019 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) «Για την εξάλειψη της βίας και της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας», την κύρωση της Σύμβασης 187/2006 της ΔΟΕ «Για το πλαίσιο προώθησης της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία» καθώς και της ενσωμάτωσης της από 20-6-2019 Οδηγίας ΕΕ 2019/1158 του ΕΚ και του Συμβουλίου «Για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής»-, επιχειρεί να παρέμβει και στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για το 8ωρο-υπερωρίες, κεντρικό ζήτημα του Εργατικό Δίκαιου από τη γέννησή του στις αρχές τού περασμένου αιώνα:
1ον) Υποχρεωτική και φτηνή υπερεργασία πέντε (5) ώρες την εβδομάδα για όσους εργάζονται πενθήμερο και οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα για όσους εργάζονται εξαήμερο.
Σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 1 του σχεδίου Χατζηδάκη, η υπερεργασία:
α.επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη,
β.είναι πέντε (5) ώρες την εβδομάδα (για το πενθήμερο) και οκτώ (8) ώρες για το εξαήμερο,
γ.αμείβεται μόνο με προσαύξηση 20%(!!),
δ.οι πέντε ή οκτώ ώρες φτηνής υπερεργασίας, αντιστοίχως, δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης.
Δηλαδή ο εργαζόμενος μπορεί να υποχρεωθεί να εργαστεί ετησίως μέχρι 260 ώρες (52 εβδομάδες επί 5 ώρες) στο πενθήμερο ή 416 ώρες (52 εβδομάδες Χ 8 ώρες) στο εξαήμερο, με προσαύξηση μόνο 20%. Χαρακτηριστικά η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 57 αναφέρει:
«Στο άρθρο 4 του ν. 2874/2000 (Α’ 286) οι παρ. 3 και 5 τροποποιούνται, προστίθεται παρ. 6 και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:
Άρθρο 4: Υπέρβαση χρονικών ορίων εργασίας. 1.Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).».
2ον )Μεγάλη αύξηση του επιτρεπομένου αριθμού των υπερωριών χωρίς αντίστοιχη αύξηση του κόστους
Σύμφωνα με το σχέδιο Χατζηδάκη, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο υπερωριών αυξάνεται από 96 στις 150 ώρες ετησίως (στη βιομηχανία) και από 120 στις 150 ώρες ετησίως (στο εμπόριο-υπηρεσίες) με σταθερή χαμηλή προσαύξηση μόνο 40%!
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των περιπτώσεων, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, είναι ότι η προσαύξηση για όλες τις υπερωρίες είναι στο χαμηλό ποσοστό 40%. Λογικό θα ήταν οι επιπλέον 54 ώρες υπερωρίας στη βιομηχανία (150 από 96) και οι επιπλέον 30 στο εμπόριο και τις υπηρεσίες (150 από 120), να αμείβονται με μεγαλύτερη προσαύξηση (60% ή 80% τουλάχιστον).
Χαρακτηριστικά το άρθρο 57 παρ. 2 και 3 του σχεδίου Χατζηδάκη αναφέρει: «2.Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3.Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακώς δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας, και έως 3 (τρεις) ώρες ημερησίως, και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα (150) ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%).».
3ον)Καθ’υπέρβαση υπερωρίες (πέραν των 150 ωρών ετησίως) χωρίς όριο, με άδεια μόνο του Γ.Γ. του Υπουργείου Εργασίας
Σύμφωνα με το σχέδιο Χατζηδάκη επιτρέπονται υπερωρίες πέραν των 150 ωρών ετησίως, χωρίς όριο, σε όλους τους κλάδους τής οικονομίας(!!), με άδεια μόνο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας (και όχι του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας-ΑΣΕ, όπως ισχύει μέχρι σήμερα) και προσαύξηση μόνο 60%.
Δεν είναι, ως εκ τούτου, μόνο υποχρεωτικώς επιβαλλόμενη (από τον εργοδότη) η υπερεργασία 260 ωρών εργασίας στο 5ήμερο και 416 στο εξαήμερο με προσαύξηση μόνο 20% και επιπροσθέτως στις πολύ αυξημένες υπερωρίες 150 ωρών με προσαύξηση μόνο 40%, αλλά επιπλέον παρέχεται η δυνατότητα σε πολλές επιχειρήσεις να επιβάλλονται υπερωρίες χωρίς όριο με την επίκληση διαφόρων λόγων επείγουσας και έκτακτης ανάγκης.
Η χωρίς όριο έξτρα υπερωρία, που θα αμείβεται (ως ανωτέρω) με προσαύξηση 60%, προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 57 όπου αναφέρεται: «Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, επιπλέον των επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης ετησίως της παρ. 3, σε περιπτώσεις επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβεβλημένη και δεν επιδέχεται αναβολή. Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση, οι μισθωτοί δικαιούνται αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»
4ον )Απλήρωτες υπερωρίες μέσω της «διευθέτησης»
Εκτός από τις υποχρεωτικές και μονομερώς επιβαλλόμενες φτηνές ώρες υπερεργασίας (260 και 416 ετησίως, ως ανωτέρω) και τις φτηνές «κανονικές» μέχρι 150 ετησίως και «έξτρα» (πέραν των 150 ετησίως), το σχέδιο νόμου ευνοεί μια διαδικασία απίθανα μεγάλου όγκου επιτρεπομένων ετησίως υπερωριών που δεν θα πληρώνονται αλλά θα συμψηφίζονται («διευθετούνται») με ρεπό, μειωμένο ωράριο ή περισσότερες ημέρες κανονικής άδειας.
Για πρώτη φορά ο συμψηφισμός των (έτσι κι αλλιώς) φτηνών υπερωριών -με ρεπό, μειωμένο ωράριο ή άδεια μέσω της «διευθέτησης»- ανατίθεται στο ασθενέστερο συμβαλλόμενο μέλος τής σύμβασης εργασίας, στον ίδιο δηλαδή τον εργαζόμενο, που υποβάλλει αίτημα προς τον εργοδότη!
Η ίδια διάταξη πρωτοθεσπίστηκε με το άρθρο 41 του ν. 1892/1990 και επαναβεβαιώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4846/2010 και με το άρθρο 42 του ν. 3986/2011. Και αυτή η ρύθμιση είχε αναθέσει τη διαδικασία «διευθέτησης» φτηνών υπερωριών-ρεπό-κανονικής άδειας στη συνδικαλιστική οργάνωση ή (όπου δεν υπήρχε) στην Ένωση Προσώπων.
Τώρα, για πρώτη φορά με νόμο, επιχειρείται η παράκαμψη της άρνησης ή απουσίας τής Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με απευθείας συμφωνία εργοδότη-εργαζομένου!
Χαρακτηριστικά το άρθρο 58 (παρ. 1) του ν/σ αναφέρει: «Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990 (Α 101) προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Εάν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ή δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της συνδικαλιστικής οργάνωσης και του εργοδότη, μπορεί, κατόπιν αιτήματος του εργαζομένου, να εφαρμοσθεί το σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, μετά από έγγραφη συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για τον λόγο ότι ο εργαζόμενος αρνήθηκε πρόταση του εργοδότη για συμφωνία διευθέτησης.» ».
Είναι, επομένως, αναμενόμενο οι φτηνές υπερωρίες (μικρά ποσοστά προσαύξησης) και η δυνατότητα διευθέτησής τους (συμψηφισμός αντί αμοιβής με ρεπό ή κανονική άδεια) να αναδειχθούν σε μόνιμους μηχανισμούς φτωχοποίησης των εργατοϋπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα.
Και αυτές οι ρυθμίσεις προστίθενται στο μνημονιακό νομικό οπλοστάσιο που η πανδημία και οι περιορισμοί της το έκαναν να φαίνεται ως κοινωνική …κανονικότητα. Γιατί η μείωση και το πάγωμα των μισθών, τα χαμηλά ημερομίσθια και οι μηνιαίες απολαβές τής «αναστολής» και της «συν-εργασίας» (πρόγραμμα SURE), καθώς και η συνεχιζόμενη αναστολή αύξησης του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ανεργία, αύξησαν δραματικά τον όγκο των φτωχών εργαζομένων στην Ελλάδα («working poor»).
5ον) Μερική απασχόληση-«εκτροφείο ειλώτων»!
20 ώρες υπερωρία την εβδομάδα με προσαύξηση 12% και «σπαστό» (διακοπτόμενο) ωράριο!!
Απαράδεκτη θεσμικά και άκρως απαξιωτική μεταχείριση επιφυλάσσει το σχέδιο νόμου στους μερικώς εργαζομένους, κυρίως νέους και γυναίκες. Πρωτοφανή χαμηλή προσαύξηση κατά 12% μόνο, για 20 ώρες υπερωρία την εβδομάδα και για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση, εισηγείται το σχέδιο Χατζηδάκη.
Σύμφωνα και με παλαιότερη ρύθμιση, που τροποποιείται επί τα χείρω με το σημερινό σχέδιο νόμου, οι εργαζόμενοι με καθεστώς μερικής απασχόλησης μπορούν να εργάζονται μέχρι και 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως ή 20 εβδομαδιαίως, με προσαύξηση όμως μόνο 12%! Επίσης το τετράωρο ημερήσιο ωράριο μπορεί να χωρίζεται σε δύο τμήματα («σπαστό» ή διακεκομμένο ωράριο).
Η εκμετάλλευση αυτών των εργαζομένων είναι μεγάλη και δυστυχώς αφορά κυρίως σε νέους και νέες, η υποτίμηση της εργασίας των οποίων επιδρά αρνητικά και πολύπλευρα για την περαιτέρω εξέλιξη των δημογραφικών πραγμάτων, της κοινωνίας και της πατρίδας.
Η διάταξη αυτή, αν δεν καταργηθεί, τουλάχιστον πρέπει να τροποποιηθεί με διπλασιασμό τής τιμής τής προσαύξησης στη νεανική εργασία. Επίσης, η εκμετάλλευση αυτή της εργασίας συμπληρώνεται και με τη δυνατότητα διευθέτησης των υπερωριών με ρεπό.
Χαρακτηριστικά το άρθρο 56 του σχεδίου Χατζηδάκη αναφέρει:
«Η παρ. 11 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 (Α’ 101) τροποποιείται ως εξής: 11. Αν παραστεί ανάγκη για πρόσθετη εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη. Η πρόσθετη εργασία μπορεί να παρασχεθεί, εφόσον συμφωνεί ο εργαζόμενος, και κατά ωράριο που δεν είναι συνεχόμενο σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί ημερήσιας ανάπαυσης. Αν παρασχεθεί εργασία πέραν της συμφωνημένης, ο μερικώς απασχολούμενος δικαιούται αντίστοιχης αμοιβής με προσαύξηση δώδεκα τοις εκατό (12%) επί της συμφωνηθείσας αμοιβής για κάθε επιπλέον ώρα εργασίας που θα παράσχει. O μερικώς απασχολούμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, όταν η πρόσθετη εργασία λαμβάνει χώρα κατά συνήθη τρόπο. Σε κάθε περίπτωση η πρόσθετη αυτή εργασία δύναται να πραγματοποιηθεί κατ’ ανώτατο όριο μέχρι τη συμπλήρωση του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του συγκρίσιμου εργαζομένου.». ».
3.Πολλές, φτηνές και απλήρωτες υπερωρίες θα οδηγήσουν σε έκρηξη της ανεργίας. Τα 15-20 εκατ. υπερωρίες του σχεδίου Χατζηδάκη οδηγούν σε απώλεια 100.000-120.000 θέσεων εργασίας ετησίως.
Ο απίθανα μεγάλος όγκος ωρών υπερεργασίας, υπερωρίας και οι «καθ’υπέρβαση» υπερωρίες, συνολικού αριθμού (με πρόχειρους υπολογισμούς) 15-20 εκατ. ετησίως, θα αποτρέψει τους εργοδότες από νέες προσλήψεις αφού η χρήση αυτών των «διευθετήσεων» θα είναι πιο συμφέρουσα.
Σύμφωνα με μελέτη της ΕΝΥΠΕΚΚ, θα έχουμε απώλεια θέσεων εργασίας κατά 100.000-120.000 ετησίως!!
Έτσι η φτηνή εργασία, πλην του ότι είναι αμφίβολο αν θα φέρει …ανάπτυξη, θα οδηγήσει σίγουρα σε περαιτέρω ανεργία ή οπωσδήποτε θα την σταθεροποιήσει στα απαράδεκτα ήδη υψηλά επίπεδα.
Πολλές και φτηνές (απλήρωτες μέσω της «διευθέτησης») υπερωρίες και αύξηση του αριθμού των φτωχών εργαζομένων, δεν δημιουργούν επίσης καλή εντύπωση για την πατρίδα μας στον κύκλο των «υγιών» επενδυτών. Η οικονομική ιστορία (και μάλιστα η εντελώς πρόσφατη) μάς διδάσκει ότι από τέτοιες ρυθμίσεις ευνοείται μόνο το νομαδικό κεφάλαιο, το οποίο, όταν φεύγει για άλλους επικερδείς λειμώνες, αφήνει πίσω του «καμμένη γη».
Εξάλλου ο μεγάλος όγκος των φτηνών και «διευθετούμενων» (χωρίς πληρωμή) υπερωριών θα στερήσει πολλά έσοδα από τον ΕΦΚΑ, τον ΕΟΠΥΥ, τον ΟΑΕΔ κ.λπ., αφού οι εισφορές επί των υπερωριών είναι μικρότερες και οι πολλές «διευθετούμενες» ώρες θα αποφέρουν μηδενικές εισφορές. Άμεση συνέπεια θα είναι η επιδείνωση τής ήδη κακής κατάστασης των Ταμείων.
4.Η φτηνή και απλήρωτη εργασία θα επιδεινώσει την κακή κατάσταση των Ταμείων (ΕΦΚΑ, ΕΟΠΥΥ, ΟΑΕΔ)! Η φτηνή εργασία δεν αποτελεί αναπτυξιακό πλεονέκτημα!
Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι το σχέδιο νόμου Χατζηδάκη όχι μόνο δεν «προστατεύει» την εργασία, όπως ψευδεπίγραφα αναγράφεται στον τίτλο του, αλλά, με την κατάργηση κεκτημένων από δεκαετίες δικαιωμάτων των μισθωτών, οδηγεί στην υποβάθμιση του Εργασιακού Πολιτισμού.
Έχει γίνει από τα αρμόδια στατιστικά όργανα καμιά πρόβλεψη για το ύψος των εσόδων των ασφαλιστικών οργανισμών από αυτές τις «διευθετήσεις»;
Γιατί, σύμφωνα με την πορεία των πραγμάτων και με τη σταδιακή μείωση των εισφορών που υλοποιεί η κυβέρνηση, θα οδηγηθούμε σε μεγάλη απώλεια εσόδων των ΕΦΚΑ-ΟΑΕΔ οπότε θα τεθεί, για ακόμη μία φορά, στα πλαίσια τής μνημονικής «κανονικότητας», ζήτημα επιβίωσης του Ασφαλιστικού και άρα περαιτέρω μείωσης των συντάξεων.
Το συμπέρασμα από όλες αυτές τις ρυθμίσεις είναι ότι η διευθέτηση του χρόνου εργασίας αποτελεί τον νέο υπερ-θεσμό των εργασιακών σχέσεων. Το κεντρικό δόγμα που διαπερνά αυτούς και τους άλλους θεσμούς είναι ότι η φτηνή και απλήρωτη εργασία αποτελούν τάχα …αναπτυξιακό πλεονέκτημα!
Έτσι, μετά την παράδοση των βασικών παραγωγικών μέσων σε ξένες κρατικές ή ιδιωτικές δομές (τηλεπικοινωνίες, τουριστικά-εθνικά αεροδρόμια, σιδηρόδρομο, επιχειρήσεις ύδρευσης-αποχέτευσης, λιμάνια κ.λπ.), μετά τον αφελληνισμό της εθνικής αποταμίευσης και των τραπεζών, μετά την ανάληψη όλων των αξιόλογων μονάδων τού διαχρονικού υλικού και άυλου πλούτου τής πατρίδας και των πάσης φύσεων Νομικών Προσώπων από το υπερΤαμείο και τις εταιρίες του, η πατρίδα μας, αδυνατώντας να πετύχει την παραγωγική ανασυγκρότηση με καθαρά εθνικά-παραγωγικά-επενδυτικά μέσα, καταφεύγει για την προσέλκυση δήθεν σοβαρών επενδυτών, στο μόνο που της απέμεινε στο πλαίσιο της μνημονιακής ετεροδιακυβέρνησης, στη συνεχή δηλαδή πίεση και υποτίμηση τής Μισθωτής Εργασίας.
Η επιλογή είναι λανθασμένη και καταστροφική για την οικονομία, την κοινωνία και τη χώρα. Δυστυχώς η μνημονιακή κανονικότητα έγινε δεύτερη φύση τού πολιτικού συστήματος αφού συγκροτείται πλέον κατά ποσοστό πάνω από το 90% από υποστηρικτές των Μνημονίων. Έτσι αφάνισε την ελληνική δημιουργικότητα, την τέχνη του ζην, επιμέρους έκφραση της οποίας είναι και η παραδοσιακή ελληνική επιχειρηματικότητα, κυρίως στον χώρο των μικρομεσαίων…
Και τώρα αυτή η μνημονιακή κανονικότητα υπαγορεύει τα κοινωνικά, εργασιακά και οικονομικά μέτρα ως δήθεν κοινωνική …αναγκαιότητα, χωρίς τη βοήθεια της μνημονιακής δημοσιολογίας… Πολύ περισσότερο που όλοι σχεδόν από αυτούς που διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τις επερχόμενες ρυθμίσεις, έχουν συμβάλλει στην πράξη με την πολιτική τους στη γιγάντωση αυτού τού μνημονιακού οικοδομήματος.»