Τέλος στο οκτάωρο και τις συλλογικές συμβάσεις. Καθιερώνεται εβδομάδα 50 ωρών εργασίας με “ατομικές συμβάσεις”, απλήρωτες υπερωρίες και εργασία τις Κυριακές
Οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας έληξαν σε μεγάλο βαθμό το 2019. Τουλάχιστον όσον αφορά στους καταναγκασμούς που επέφεραν τα διαδοχικά Μνημόνια στην εργασία για περισσότερο από οκτώ χρόνια.
Η αναλαμπή του 2018 – 2019, με τη βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζομένων, κυρίως των χαμηλόμισθων, που αργοσβήνει σήμερα μέσα στη δίνη της πανδημίας και της επιδημίας των “αναστολών συμβάσεων εργασίας”, πιθανότατα θα συνεχίσει να αποτελεί σημείο αναφοράς και μεταμνημονιακή παρένθεση. Άλλωστε η εσπευσμένη “ριζοσπαστική (αντι)μεταρρύθμιση” στα εργασιακά, που έρχεται διά χειρός του κ. Χατζηδάκη -και με υποβολέα τον κ. Πισσαρίδη-, αποτελεί για την κυβέρνηση βασικό κεφάλαιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», αλλά και προαπαιτούμενο για να κλείσει θετικά η δέκατη αξιολόγηση του Μαΐου.
Με το νομοσχέδιο οι κ. Μητσοτάκης και Χατζηδάκης προχωρούν σε έναν διπλό εκβιασμό, τον οποίο θα ζήλευαν ακόμα και οι δανειστές: επιχειρούν να εμφανίσουν τη δεκάωρη εργασία με απλήρωτες υπερωρίες ως προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση της χώρας, αλλά και ως προαπαιτούμενο -όπως έλεγαν και οι δανειστές- για να κλείσει μια αξιολόγηση ρουτίνας.
Οι αποσπασματικές παρεμβάσεις του τέως υπουργού Εργασίας Γ. Βρούτση με ΠΝΠ (Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου) εν μέσω πανδημίας (απλήρωτες υπερωρίες, τσεκούρωμα αποδοχών δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα) δίνουν τη θέση τους στην ακραία “ελαστικοποίηση” που θα εισαγάγει με το νομοσχέδιο ο Κωστής Χατζηδάκης απορρυθμίζοντας ταυτόχρονα πλήρως την αγορά εργασίας, που σήμερα είναι στη “διασωλήνωση”.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, που θα εισαχθεί στη Βουλή πιθανότατα τον Μάιο, βάζει “ταφόπλακα” στο οκτάωρο και τις συλλογικές συμβάσεις. Οι εργαζόμενοι θα εργάζονται υποχρεωτικά, επί έξι ή οκτώ μήνες, 10 ώρες αντί για 8, δίχως να αμείβονται υπερωριακά. Οι επιπλέον ώρες εργασίας θα συμψηφίζονται είτε με άδειες είτε με ρεπό είτε με λιγότερες ώρες εργασίας.
Οι εργαζόμενοι θα εργάζονται έως και 50 ώρες την εβδομάδα, ενώ το συγκεκριμένο πλαίσιο θα προωθηθεί με “ατομικές συμβάσεις εργασίας”, δηλαδή με απευθείας συμφωνία του εργοδότη με τον εργαζόμενο.
Τηλεργασία χωρίς δικαίωμα αποσύνδεσης
Η πρακτική της τηλεργασίας, εδώ και 13 μήνες, έχει θεσμοθετήσει την απόλυτη ασυδοσία, κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες, ελλείψει ρυθμιστικών κανόνων, έχουν μετατρέψει τα σπίτια των εργαζομένων σε «εργασιακές γαλέρες»
Του Διονύση Τεμπονέρα*
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Δεσπόζουσα θέση στις επιμέρους ρυθμίσεις αναμένεται να έχει το ρυθμιστικό πλαίσιο για την τηλεργασία και την ψηφιακή κάρτα εργασίας.
Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Χατζηδάκης ακολουθεί την «πεπατημένη», όπως και ο προκάτοχός του κ. Βρούτσης, παρατείνοντας συνεχώς τη δυνατότητα του εργοδότη να μετατρέπει μονομερώς μια σύμβαση εργασίας σε σύμβαση τηλεργασίας. Αυτή η πρακτική, εδώ και 13 μήνες, έχει θεσμοθετήσει την απόλυτη ασυδοσία κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες, ελλείψει ρυθμιστικών κανόνων, έχουν μετατρέψει τα σπίτια των εργαζομένων σε «εργασιακές γαλέρες».
Στο πλαίσιο των νέων ρυθμίσεων της τηλεργασίας θα προβλέπεται μεν διαβούλευση, αλλά και ελεύθερη, χωρίς περιορισμούς, συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για τον τρόπο απασχόλησης και για την κατανομή του οκταώρου στη διάρκεια της ημέρας. Είναι αυτονόητο ότι οι επιχειρήσεις ξέρουν τον τρόπο να θέσουν τα κατάλληλα «διλήμματα» σε εργαζόμενους που θα αντιδράσουν στις μετατροπές των συμβάσεών τους.
Βασικό ζήτημα παραμένει η κατοχύρωση του «δικαιώματος στην αποσύνδεση». Μάλιστα, μόνο τυχαίο δεν φαίνεται να είναι το ότι πρόσφατα στην Ευρωβουλή οι ευρωβουλευτές της Ν.Δ. ψήφισαν τροπολογία που προέβλεπε το πάγωμα της κατοχύρωσης του δικαιώματος στην αποσύνδεση για τους τηλεργαζόμενους.
Ψήφισαν δηλαδή το «πάγωμα» του δικαιώματος του εργαζόμενου, που δουλεύει με τηλεργασία, να μπορεί να αποσυνδεθεί από τα ηλεκτρονικά μέσα, όπως υπολογιστές, λάπτοπ, κινητό, μετά την ολοκλήρωση του ωραρίου εργασίας του, χωρίς τον φόβο της απόλυσης ή της εργασιακής βίας!
Ζητήματα που παραμένουν αρρύθμιστα είναι η πρόβλεψη για επιβάρυνση του εργοδότη με το κόστος εξοπλισμού και λοιπών δαπανών (αναλώσιμα), που είναι παρεπόμενα της τηλεργασίας. Πρόσφατα μάλιστα υπήρξε απόλυση εργαζομένου με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξασφαλίσει γρήγορη ταχύτητα σύνδεσης στο Internet ώστε να μπορεί να επικοινωνεί απρόσκοπτα με τη μητρική επιχείρηση.
Επίσης η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει θεσπίσει ρύθμιση για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των τηλεργαζομένων, για τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, για τη χρήση κάμερας, για επιδόματα άδειες κ.λπ., παρά το γεγονός ότι τυπικά το 50% των εργαζομένων της χώρας δουλεύει σε καθεστώς τηλεργασίας εδώ και αρκετούς μήνες.
Τέλος η πρωτοβουλία του υπουργείου Εργασίας να εισαγάγει στην αγορά εργασίας την ψηφιακή κάρτα εργασίας δημιουργεί εύλογα το ερώτημα γιατί δεν έχει εφαρμοστεί ο Νόμος 3996/2011, που προβλέπει τη χρήση της κάρτας εργασίας, σε ηλεκτρονικό ρολόι παρουσίας προσωπικού (δηλαδή την ηλεκτρονική κάρτα εργασίας), που ισχύει εδώ και μία δεκαετία.
Η κυβέρνηση, υπακούοντας σε εγχώρια και διεθνή εργοδοτικά λόμπυ, επέτρεψε την πλήρη απορρύθμιση των νέου τύπου, εξ αποστάσεως, εργασιακών σχέσεων. Αυτή η αργοπορία δημιούργησε τετελεσμένα εις βάρος του κόσμου της εργασίας που δύσκολα ανατρέπονται.
* Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι δικηγόρος – εργατολόγος
Απλήρωτες υπερωρίες
Πώς η μείωση του εισοδήματος θα αυξήσει κατά 15% την κερδοφορία των επιχειρήσεων
Του Γιάννη Κουζή*
Η συζήτηση για τις νόμιμα απλήρωτες υπερωρίες δεν είναι νέα. Πρόκειται για το μέτρο της ελαστικής διευθέτησης του συνολικού εργάσιμου χρόνου όταν ο υπολογισμός των ωραρίων γίνεται σε ευρέα χρονικά διαστήματα (π.χ. 1.840 εργάσιμες ώρες στο δωδεκάμηνο) ώστε να κατανέμονται αυξομειούμενα ανά περιόδους (π.χ. δεκάωρα, εξάωρα) ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. Με την πρακτική των περιόδων φορτωμένων ωραρίων με το αντιστάθμισμα των αντίστοιχων μειώσεων και των ρεπό, ο συνολικός χρόνος παραμένει ίδιος με εκείνον του καθημερινού οκταώρου μαζί με την ίδια αμοιβή αφού δεν καταβάλλονται οι αμοιβές των υπερωριών με τις νόμιμες προσαυξήσεις τους. Το μέτρο μειώνει σημαντικά τις αμοιβές ενώ αυξάνει την κερδοφορία έως και 15% στην ετήσια εφαρμογή του.
Για τον λόγο αυτό οι εργοδοτικές οργανώσεις στην Ελλάδα, εδώ και τρεις δεκαετίες, ασκούν επίμονες πιέσεις για την εφαρμογή του ώστε ήδη να καταγράφονται έξι σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις ενταγμένες στους Νόμους 1892/90. 2639/98, 2874/00, 3385/05, 3846/10, 3986/11.
Όλες αυτές θέτουν ως προϋπόθεση την υπογραφή συλλογικής συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του σωματείου ή του συμβουλίου εργαζομένων. Επειδή, ωστόσο, οι εργαζόμενοι είναι σταθερά επιφυλακτικοί, έως και αρνητικοί, στην υπογραφή τέτοιων συμφωνιών, οι συνεχείς διατάξεις για τη διευκόλυνσή τους έχουν αποδώσει περιορισμένα αποτελέσματα μέχρι τις αρχές των Μνημονίων.
Προκειμένου λοιπόν να επεκταθεί η λειτουργία του μέτρου, εργοδοτικές οργανώσεις ζητούν σταθερά την εφαρμογή του με ατομική συμφωνία ή με την επιβολή του στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματος. Ενδιάμεσα, η διατηρούμενη ρύθμιση του 2011 διευκόλυνε σημαντικά την ύπαρξη συλλογικών συμφωνιών παρέχοντας τη δυνατότητα υπογραφής τους και στις ενώσεις προσώπων, δημιουργούμενες με πρωτοβουλία της εργοδοσίας υπό συνθήκες υψηλής εργασιακής επισφάλειας, και όταν αυτές εκπροσωπούν το 15% του προσωπικού σε επιχειρήσεις κάτω των 20 εργαζόμενων!
Ωστόσο, με το νέο νομοσχέδιο η διευκόλυνση προωθείται περαιτέρω με την «ελεύθερη» ατομική διαπραγμάτευση και συμφωνία εργοδότη και εργαζόμενου και αποτελεί εναλλακτική επιλογή στην προβλεπόμενη αύξηση μέχρι 150 ώρες ετησίως των αμειβόμενων υπερωριών των εργαζόμενων ώστε να αποφεύγεται το συνεπαγόμενο κόστος τους. Τα αναμενόμενα μέτρα για τα ωράρια διατηρούν τις επιφυλάξεις και ενισχύουν τις ανησυχίες του κόσμου της εργασίας. Η υπερφόρτωση ωραρίων στη χώρα με τον υψηλότερο πραγματικό εργάσιμο χρόνο στην Ευρώπη, ο συνεπαγόμενος αυξανόμενος κίνδυνος εργατικών ατυχημάτων, η αποδιάρθρωση της κοινωνικής ζωής και του οικογενειακού προγραμματισμού των εργαζομένων, η μείωση του εισοδήματος από τις απλήρωτες υπερωρίες που δυσκολεύουν την αξιοποίηση του «ελκυστικού» αντίβαρου των ελέω εργοδότη διαλειμμάτων σε συνθήκες γενικής καθίζησης των μισθών, ωθούν στην περαιτέρω υποβάθμιση της εργασίας.
* Ο Γιάννης Κουζής είναι κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου
Επείγει η μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων
Σήμερα περισσότερο από ποτέ υπάρχει ανάγκη υπέρβασης της παραταξιακής διαμάχης μπροστά στη μεγάλη μάχη για την υπεράσπιση κατακτήσεων ενός αιώνα εργατικών αγώνων, αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα
Των Χρ. Γιαμπουράνη και Γ. Πετρόπουλου*
Αποτελεί κυνισμό και ακραία χυδαιότητα το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με την πανδημία στην κορύφωσή της και τους χιλιάδες νεκρούς, επιλέγει ως προτεραιότητα να διαλύσει το ωράριο, το πενθήμερο, τα συλλογικά δικαιώματα, να εκθεμελιώσει το πλαίσιο πάνω στο οποίο συγκροτήθηκαν οι εργασιακές σχέσεις τα τελευταία 38 χρόνια, από την ψήφιση του 1264/82 και μετά.
Του εμβληματικού νόμου που ρύθμισε το εργασιακό τοπίο και αποτελεί πραγματική και συμβολική απόληξη των αγώνων του εργατικού κινήματος και έμεινε σταθερός, στον πυρήνα του, ακόμη και την περίοδο της υπαγωγής της χώρα στα Μνημόνια και παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκήθηκαν από τους δανειστές, στις τότε κυβερνήσεις
Η κατάργηση του οκταώρου, η υποχρέωση για υπερ-εργασία, έως 10 ώρες την ημέρα χωρίς επιπλέον αμοιβή, το «διευθυντικό δικαίωμα» αποτελούν διαχρονικές απαιτήσεις του ΣΕΒ και του κεφαλαίου, που έχουν βασίσει την οικονομική τους δραστηριότητα στην εποχικότητα, την ένταση της εργασίας, την απουσία καινοτομίας και προστιθέμενης αξίας. Η εμμονή της Ν.Δ. στην κατάθεση ενός τέτοιου νομοσχεδίου συνιστά ταύτιση με τα παραπάνω συμφέροντα και έναν σχεδιασμό που αποσκοπεί στο να «χρηματοδοτηθεί» από τους εργαζομένους το κόστος της ανάκαμψης από την οικονομική κρίση που συνοδεύει την πανδημία.
Τα συνδικάτα ως συλλογικές μορφές οργάνωσης της μισθωτής εργασίας παραμένουν το μοναδικό αποκούμπι των εργαζομένων. Σήμερα περισσότερο από ποτέ υπάρχει ανάγκη υπέρβασης της παραταξιακής διαμάχης μπροστά στη μεγάλη μάχη για την υπεράσπιση κατακτήσεων ενός αιώνα εργατικών αγώνων, αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα.
Είναι αναγκαία όσο ποτέ η μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων που έχουν αποφασίσει να ρηγματώσουν τη σχέση τους με το παρελθόν του καθεστωτικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, να ανοικοδομήσουν τις σχέσεις τους με τους εργαζόμενους και να αντιτάξουν μια αποτελεσματική άμυνα στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Η ακραία εμπειρία της πανδημίας, πέρα από την ανασφάλεια, τον φόβο της ασθένειας και του θανάτου, δίνει την ευκαιρία του αναστοχασμού, της κριτικής σε ένα μοντέλο οικονομίας και πολιτικής που οδήγησε αφενός στο ξέσπασμα της πανδημίας, αφετέρου στη βαθιά υγειονομική και οικονομική κρίση.
Ας λειτουργήσει η ακραία συνθήκη της πανδημίας απελευθερωτικά από τους καταναγκασμούς του νεοφιλελευθερισμού, με την ανάπτυξη της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας, της προστασίας του περιβάλλοντος, του κοινωνικού κράτους. Σε όλα αυτά, τα συνδικάτα μπορούν να παίξουν ενεργό ρόλο.
* Ο Χρήστος Γιαμπουράνης είναι μέλος Δ.Σ. ΕΚΑ, μέλος της Γραμματείας ΕΜΕΙΣ – ΑΡΚΙ
** Ο Γιώργος Πετρόπουλος είναι μέλος της Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ, από την Ενωτική Αγωνιστική Εκκίνηση στο Δημόσιο