Η απορρύθμιση της εργασίας είναι ραγδαία και τα νομικά κενά, δημιουργούν νέα πεδία εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Η πρόσφατη απόφαση, της ηγεσίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, να εφαρμόσει υποχρεωτικά, στο 40% των εργαζομένων, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, το καθεστώς τηλεργασίας, έφερε ξανά στο προσκήνιο, το ελλιπές, νομοθετικό, πλαίσιο προστασίας, που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Αν και η εξ αποστάσεως εργασία, δεν είναι ξένη προς την ελληνική έννομη τάξη, η αλήθεια είναι ότι, λόγω της μερικής εφαρμογής της μέχρι σήμερα, στο εργατικό δυναμικό της χώρας, τα νομικά κενά, δεν είχαν αναδειχθεί, όσο θα έπρεπε, τα τελευταία χρόνια.
Με την έκρηξη όμως, των ηλεκτρονικών εφαρμογών και κυρίως, μετά την πανδημία, τα πράγματά έχουν αλλάξει δραματικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, προ κορονοϊού, μόνο το 5% των εργαζομένων στην Ελλάδα δούλευε από απόσταση, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στη Δανία, ξεπερνούσε το 20%.Τα μεγέθη όμως, πλέον, έχουν αλλάξει και με βάση τις μελέτες, προκύπτει ότι οι τηλεργαζόμενοι, στη χώρα μας, έχουν τριπλασιαστεί.
Η συνθήκη αυτή, δημιουργεί εκ των πραγμάτων νέες ανάγκες προσαρμογής στη σύγχρονη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα όμως, που η προηγούμενη εξάμηνη εμπειρία της πανδημίας, δείχνει ότι, «εγκυμονεί» σοβαρούς κινδύνους, για τα δικαιώματα και την προστασία των εργαζομένων.
Ειδικά σε μια χώρα που ο τριτογενής τομέας της παροχής των υπηρεσιών, είναι δυσανάλογα ανεπτυγμένος, η ανάγκη της κοινωνικής προστασίας, του εργατικού δικαίου, καθίσταται παραπάνω, από κρίσιμη.
Ο πρώτος λόγος, μοιραία ανήκει στην Πολιτεία, η οποία μέχρι σήμερα, δεν έχει κατορθώσει να φέρει έστω «μισή» διάταξη στη βουλή, που να αναδεικνύει το θέμα. Από τον Μάρτιο και την περίοδο του Lockdown μέχρι και σήμερα, η μοναδική μέριμνα του αρμόδιου Υπουργείου, εξαντλείται στο να παρατείνει, το μονομερές δικαίωμα του εργοδότη, να θέτει τον εργαζόμενο σε καθεστώς τηλεργασίας, στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος. Αυτή η πρακτική, έχει κοστίσει χιλιάδες θέσεις εργασίας, αλλά έχει οδηγήσει και σε μια απίστευτη στρέβλωση στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος, να είναι συνεχώς σε ένα καθεστώς «on call»(συνεχή διαθεσιμότητα).
Χιλιάδες εργαζόμενοι στερούνται του «δικαιώματος στην αποσύνδεση» με αποτέλεσμα να λαμβάνουν emails και τηλέφωνα ακόμα και μεταμεσονύκτιες ώρες, να εργάζονται ακόμα και 30% περισσότερο σε σχέση με το προηγούμενο κανονικό καθεστώς(άνευ υπερωριακής αμοιβής), να μην λαμβάνουν άδειες, επιδόματα και να αδυνατούν να διαχωρίσουν την επαγγελματική τους, από την οικογενειακή ζωή.
Η κυβέρνηση φέρει τεράστιες ευθύνες για την αδιαφορία αυτή, σε σημείο, που εύλογα να υποθέτει κανείς ότι, στοχευμένα, επέλεξε καθεστώς μη ρύθμισης, «κλείνοντας το μάτι», στην εργοδοτική αυθαιρεσία.
Γιατί πως αλλιώς μπορεί να εξηγήσει κανείς ότι, ενώ από τον Ιούλιο, υπάρχει έτοιμο το σχετικό νομοσχέδιο(το οποίο μάλιστα στις βασικές του ρυθμίσεις, έχει διαρρεύσει στον τύπο από τότε),αυτό δεν έρχεται στη βουλή;
Πολύ καθυστερημένα, ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κ.Βρούτσης, πρόσφατα δήλωσε ότι, πιθανότατα το νομοσχέδιο θα έρθει στη βουλή, εντός Οκτωβρίου, με καθυστέρηση, δηλαδή, πολλών μηνών.
Ποια είναι όμως, η βασική προβληματική και γιατί υπάρχει ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης;
1.Αρχικά, υπάρχει πρόβλημα, ορισμού, της τηλεργασίας. Σήμερα με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών εφαρμογών, τα όρια είναι πράγματι δυσδιάκριτα. Πολλοί εργοδότες εκμεταλλεύονται το γεγονός αυτό και θεωρούν τους τηλεργαζόμενους ως αυτοαπασχολούμενους ,μη υπαγόμενους δηλαδή, σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας. Αυτό έχει ως συνέπεια να καταργείται όλο το καθεστώς προστασίας της εργατικής νομοθεσίας(ωράριο, αμοιβές, άδειες, επιδόματα, ατυχήματα κλπ).
2.Μέχρι σήμερα η μετατροπή της σύμβασης εργασίας ήταν αδύνατη, δίχως την συναίνεση του εργαζομένου. Αυτό άλλαξε με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 11/2020, της 11ης Μαρτίου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2, του νόμου 4682/2010.Πλέον και μέχρι 31.12.2020, η δυνατότητα αυτή αναγνωρίζεται μονομερώς στον εργοδότη. Ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας λοιπόν, είναι η υποχρεωτική συμφωνία και των δύο μερών (επιχείρηση – εργαζόμενος) στην μετατροπή της εργασιακής σχέσης, σε εργασία από απόσταση και η ακυρότητα απόλυσης, που γίνεται λόγω μη συμφωνίας του μισθωτού, στην μετατροπή της σύμβασης.
3. Ένα κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης και ιδιαίτερα οι ασκούντες τηλεργασία, είναι ο συχνά απροειδοποίητος χρόνος κλήσης προς εργασία, που καταλύει κάθε δυνατότητα ισορρόπησης εργασιακού βίου και ιδιωτικής ζωής.
Το «δικαίωμα στην αποσύνδεση», δεν υπάρχει κατοχυρωμένο στην ελληνική έννομη τάξη, ρητά. Πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν πρόκειται για ένα νέο «δικαίωμα», αλλά μάλλον για μία νέα έκφανση, αφενός του κλασικού δικαιώματος παροχής εργασίας, μόνο εντός του νομίμου/συμβατικού ωραρίου, αφετέρου της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, και συγκεκριμένα της υποχρέωσης προστασίας της υγείας και ασφάλειας του εργαζομένου. Εξειδικεύει, λοιπόν, την προστασία του εργαζομένου, τόσο ως προς τα χρονικά όρια εργασίας του, όσο και ως προς την υποχρέωση πρόνοιας υπέρ του, από μέρους του εργοδότη, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον αμιγή εργασίας χαρακτήρα του, τόσο καθοριστικού, για τη ψυχοσωματική υγεία του εργαζομένου, ελεύθερου χρόνου.
Το «δικαίωμα αποσύνδεσης» δεν υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αποσυνδέεται από το διαδίκτυο προκειμένου να μην ενοχλείται από δυνητική επικοινωνία του εργοδότη ή των προστηθέντων του, αλλά υποχρεώνει τον εργοδότη και τα εντεταλμένα όργανά του να μην οχλούν τον εργαζόμενο, μετά τη λήξη του ημερήσιου ωραρίου του ή κατά τις ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσής του ή κατά τη χρήση πάσης φύσεως αδείας του κ.ο.κ.
Δεν είναι συνεπώς βάσιμη, μια ένσταση του εργοδότη ή ότι απέστειλε ένα e-mail ή ένα sms στον εργαζόμενο, δίχως να απαιτήσει από τον τελευταίο να το αναγνώσει ή να απαντήσει. Η παραβίαση του δικαιώματος αποσύνδεσης στοιχειοθετείται –εν προκειμένω- με την αποστολή του μηνύματος ή της ηλεκτρονικής επιστολής. Η οριοθέτηση λοιπόν του δικαιώματος, θα ξεκαθαρίσει τις γκρίζες ζώνες, που έχουν δημιουργηθεί.
4. Οι επιχειρήσεις μέσω της τηλεργασίας, μειώνουν σε μεγάλο βαθμό το λειτουργικό κόστος με μείωση εξόδων για ενοίκιο, ρεύμα, τηλέφωνο (ακόμη και η παροχή και συντήρηση των συσκευών), internet θέρμανση/ψύξη αλλά και επαρκή εξαερισμό καθαριότητα (κόστος εργασίας και υλικών), φύλαξη, πάρκινγκ για τα στελέχη, έξοδα συντήρησης κτιρίου κλπ. Επίσης προκύπτει μείωση του real estate κόστους της εταιρείας, δηλαδή του συνολικού χώρου γραφείων, που καταλαμβάνει η εταιρεία. Τα λειτουργικά κόστη υπολογίζονται τουλάχιστον 10%, επί του μικτού μισθοδοτικού κόστους, του εκάστοτε εργαζομένου.
Με την τηλεργασία τα έξοδα αυτά, σε μεγάλο βαθμό, επιβαρύνουν τον εργαζόμενο, μεταφέροντας στην ουσία μέρος του λειτουργικού κόστους της επιχείρησης, στους εργαζόμενους. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να είναι ξεκάθαρη η υποχρέωση χορήγησης του συνόλου των απαραίτητων μέσων για τηλεργασία από τον εργοδότη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόταση, για καταβολή επιδόματος τηλεργασίας, που θα καλύπτει το σύνολο των λειτουργικών εξόδων, που επιβαρύνονται οι εργαζόμενοι, μέσω τηλεργασίας.
5.Τέλος ρυθμίσεις, που θα προστατεύουν τα προσωπικά δεδομένα του εργαζομένου (π.χ. από τη χρήση κάμερας), που θα προβλέπουν την πλήρη εξομοίωση, του εργαζόμενου, που εργάζεται από απόσταση, με τον «συγκρίσιμο εργαζόμενο», που εργάζεται κανονικά εντός της επιχείρησης, που θα καθιστούν τον εργοδότη υπεύθυνο για την προστασία της υγείας και της επαγγελµατικής ασφάλειας του τηλεργαζοµένου, που θα κατοχυρώνουν το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι επί «ίσοις όροις», είναι μερικά μόνο, από τα βήματα που έχουν καθυστερήσει, με ολέθριες συνέπειες, για την επαγγελματική και οικογενειακή ζωή των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να μην «κλείνει τα μάτια», μπροστά στο πρόβλημα.
Άσχετα με το αν συμφωνεί κανείς, ή όχι, με το καθεστώς τηλεργασίας, δεν μπορεί να παραγνωρίσει την νέα πραγματικότητα, που έχει δημιουργηθεί, μετά την πανδημία. Η απορρύθμιση της εργασίας είναι ραγδαία και τα νομικά κενά, δημιουργούν νέα πεδία εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Οι παραπάνω προτάσεις είναι τα ελάχιστα βήματα, προκειμένου να διασφαλιστεί η υγεία, η ασφάλεια, η αξιοπρέπεια, τελικά των εργαζομένων, που δουλεύουν εξ αποστάσεως. Η εγκληματική αδιαφορία μεταφράζεται πλέον σε συνειδητή πρόθεση επέκτασης της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας, είναι Δικηγόρος-Εργατολόγος, υποψήφιος διδάκτορας, του Πανεπιστημίου Αθηνών)
ΠΗΓΗ: https://arki.gr