Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι στην πραγματικότητα νέες. Αποτελούν συνέχεια και κλιμάκωση μιας προηγούμενης προσπάθειας της συγκυβέρνησης να κατασκευάσει ένα ασφυκτικό θεσμικό πλαίσιο που θα «νομιμοποιεί» τις απολύσεις των εργαζομένων.
Έτσι δεν θα απολύει η Κυβέρνηση αλλά θα φταίει ατομικά ο κάθε εργαζόμενος που δεν ήταν «καλός», «αποδοτικός», «επαρκής», «κατάλληλος». Έχουμε ξαναγράψει για το ιδεολόγημα της αξιοκρατίας και της αξιολόγησης, αξίζει όμως να επισημάνουμε κάποια στοιχεία.
Με βάση όσα έχουν δει φως της δημοσιότητας, με τη γνωστή μέθοδο των διαρροών στον φιλικό προς την Κυβέρνηση Τύπο (ΝΕΑ, ΕΘΝΟΣ κλπ), το σχέδιο βασίζεται στην εισαγωγή μιας “νόρμας” – ποσόστωσης για την άμεση κατηγοριοποίηση της απόδοσης των εργαζομένων σε 3 βαθμίδες (υψηλή, μέτρια και χαμηλή).
Η «αξιολόγηση» των υπαλλήλων σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης προβλέπει το 25% των υπαλλήλων κάθε Γεν. Διεύθυνσης να μπορεί να αξιολογηθεί με «άριστα», το 60% να αξιολογηθεί με ενδιάμεση βαθμολογία («μέτριοι») και το 15% να λάβει χαμηλή βαθμολογία και αυτομάτως να υπαχθεί στην γκρίζα ζώνη του «υποψήφιοι διαθέσιμου» (δηλ. υπό απόλυση). Η αξιολόγηση θα γίνεται από τους Τμηματάρχες (…)!
Πρόκειται για μια αντιγραφή της ποσόστωσης που υπάρχει για την ανέλιξη από βαθμό σε βαθμό (π.χ. από τον Ε΄ στον Δ΄, από τον Δ΄ στον Γ΄ κ.ό.κ.). Έτσι θεσπίζεται ένα δεύτερο φίλτρο για τους εργαζόμενους, ένα πλαίσιο συνεχών κρίσεων και αξιολογήσεων που κάθε αποτυχία θα ανοίγει την πόρτα της απόλυσης.
Μια τέτοια εξέλιξη αυτομάτως πυροδοτεί και θεσμοθετεί ένα νέο τύπο πελατειακών σχέσεων, εκβιασμών και υποταγής. Ο Τμηματάρχης, δηλαδή ένα πρόσωπο που εντάσσεται μάλλον χαμηλά στην εσωτερική δομή και ιεραρχία, που συχνά έχει τοποθετηθεί στη θέση αυτή κατ’ ανάθεση από την πολιτική ηγεσία ή κάποτε «κρίθηκε» και έκτοτε συνεχίζει να εκτελεί καθήκοντα παρά τη λήξη της τυπικής θητείας του, ελέω της πολιτικής ηγεσίας, αναλαμβάνει να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» (κάτι σαν τους λοχίες στο στρατό). Οι ευθύνες και τα κριτήρια μπορούν εύκολα να αλλάζουν, να μεταβάλλονται, να διαχέονται, από Τμήμα σε Τμήμα κι από Διεύθυνση σε Διεύθυνση, ενώ τα ανώτερα στρώματα της γραφειοκρατίας (δηλ. κατά βάση το προσωπικό εκείνο που υπηρετεί σε πιο πολιτικές θέσεις) παραμένουν στο απυρόβλητο και δεν χρεώνονται τίποτα…
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να καταλάβουμε πως ο κάθε υπάλληλος χάνει κάθε ίχνος ανεξαρτησίας στο πλαίσιο άσκησης της διοίκησης. Η εσωτερική δημοκρατία που χαρακτήρισε τη δημόσια διοίκηση τις προηγούμενες δεκαετίες, η αποκαθήλωση της αυθεντίας και παντοδυναμίας του Προϊσταμένου που χαρακτήριζε ολόκληρη της δημόσια διοίκηση μέχρι και το 1981 αναιρείται και αντικαθίσταται από ένα νέο σύνολο τυπικών και άτυπων κανόνων και συμπεριφορών. Υποταγή, δουλικότητα προς τον προϊστάμενο (το γνωστό «γλύψιμο»), ένας στρατός υπαλλήλων “yes men”, αφού οτιδήποτε διαφορετικό θα μπορεί εύκολα να καταστήσει κάθε εργαζόμενο ως «προτεινόμενο προς διαθεσιμότητα».
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ανασφάλειας, φόβου, τρομοκρατίας και πελατειακών σχέσεων είναι φανερό ότι κάθε έννοια αξιοπρέπειας, αλληλεγγύης, συλλογικότητας καταργείται. Η οσφυοκαμψία, η ρουφιανιά, η αποθέωση του ατομισμού ως στάση ζωής είναι τα νέα πρότυπα. Η φιγούρα του εργαζόμενου λίγο θα απέχει με εκείνη του φοβισμένου ανθρωπάκου του Λαζόπουλου που σιγοψιθύριζε «αϊ χάσου μυρμηγκάκι».
Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε την επιρροή που θα ασκήσουν μια σειρά από κρίσιμες μεταβολές που βρίσκονται σε εξέλιξη, με πιο καθοριστική εκείνη των νέων οργανισμών. Έχουμε ξαναπεί ότι ο Οργανισμός δεν είναι ένα αθώο, ουδέτερο ζήτημα. Μέσα από τον Οργανισμό περιγράφονται όχι μόνο οι (συρρικνωμένες) δομές (π.χ. Διευθύνσεις, Τμήματα) αλλά και αρμοδιότητες Υπηρεσιών και εργαζομένων. Ο κίνδυνος να «τσιμπήσουμε» σε διαβεβαιώσεις ότι ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων δεν θα μεταβληθεί και από αυτό να συμπεράνουμε ότι δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε είναι μεγάλος.
Διότι δεν αρκεί ο αριθμός από μόνος του. Υπεισέρχονται και άλλες εξαιρετικά κρίσιμες παράμετροι όπως η κατανομή του προσωπικού στις νέες δομές, η περιγραφή των ειδικοτήτων σε κάθε υπηρεσιακή μονάδα και ειδικά σε μονάδες με ίδιες ή παρεμφερείς αρμοδιότητες. Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες αυτή τη στιγμή ο κίνδυνος χιλιάδες (κυριολεκτικά) εργαζόμενοι να βρεθούν μπροστά στο δίλημμα ή αποδέχεσαι τη μετακίνησή σου ή απολύεσαι είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέπει στη συγκυβέρνηση του ΔΝΤ και της ΕΕ να ισχυρίζεται ότι η ίδια δεν απολύει κανέναν, απλά ο υπάλληλος δεν δέχθηκε την μετακίνησή του… και άρα «λογικά» απολύθηκε. Προφανώς μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει στη συγκυβέρνηση να απαλλαγεί από τους πολιτικά ενοχλητικούς εργαζόμενους, μεταθέτοντάς τους στην «πινέζα» του χάρτη…
Όλα αυτά δεν οδηγούν, όπως ψευδώς διατείνεται η συγκυβέρνηση των Μνημονίων, στη βελτίωση του Δημόσιου Τομέα (κάποτε πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και τι εννοεί ο καθένας όταν μιλά για «βελτίωση»). Εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που περιλαμβάνει τις μνημονιακές δεσμεύσεις για χιλιάδες απολύσεις στο Δημόσιο Τομέα, την απόσπαση αρμοδιοτήτων και την ιδιωτικοποίηση λειτουργιών του προς όφελος του κεφαλαίου, το σπάσιμο της τελευταίας νησίδας με χαρακτηριστικά σταθερής εργασίας (γεγονός που με τη σειρά του θα χειροτερέψει τις τριτοκοσμικές συνθήκες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα), το χτύπημα του μόνου υπαρκτού και ενεργού (παρά τις αδυναμίες και τα προβλήματα) συνδικαλιστικού κινήματος.
Απέναντι σ’ αυτά δεν μπορεί να υπάρξει καμιά μέση οδός! Δεν υπάρχει κανένα πραγματικό περιθώριο «παζαριού» (ή διαβούλευσης), ανεξάρτητα από προθέσεις, προσδοκίες ή αυταπάτες. Καθώς η σύγκρουση βαδίζει στα όριά της, οι εργαζόμενοι είτε το θέλουν, είτε όχι πρέπει να δώσουν μια κρίσιμη και αποφασιστική μάχη. Και στη μάχη αυτή δεν αρκούν οι «πρωτοπορίες», ούτε φυσικά οι «εκπρόσωποι». Στη μάχη αυτή χρειάζεται κάτι περισσότερο από τη συστράτευση όλων.
Χρειάζεται να αποκαλύψουμε το πραγματικό περιεχόμενο και τους πραγματικούς στόχους, απαιτείται να συγκρουστούμε με κυρίαρχα ιδεολογήματα του νεοφιλελευθερισμού. Μόνο αν κατορθώσουμε να αποκαλύψουμε και να απονομιμοποιήσουμε στη συνείδηση των εργαζομένων και της κοινωνίας τα ιδεολογήματα της αξιολόγησης και της αξιοκρατίας θα έχουμε τη δυνατότητα να αποτρέψουμε τα σχέδια της συγκυβέρνησης.
(του Γ. Στεφ.)