Σημαντικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα φορολογίας περιείχε η ομιλία του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στην Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ. Τόνισε χαρακτηριστικά ότι δεν θα δεχτούμε εκβιασμούς χωρίς λύση και ξεκαθάρισε ότι το ποιος θα πληρώνει τους φόρους σε αυτή τη χώρα είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης και ήρθε η ώρα την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία και όχι οι συνήθεις ύποπτοι μισθωτοί και συνταξιούχοι. Επίσης είπε ότι παραλάβαμε μια χώρα αποικία χρέους και στόχος μας είναι να παραδώσουμε μια χώρα χωρίς φοροδιαφυγή.
Ολόκληρη η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα:
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Σε λίγες μέρες από σήμερα συμπληρώνονται πέντε μήνες διακυβέρνησης.
Πέντε μήνες εξαιρετικά πιεστικοί για όλους και όλες μας καθώς από την πρώτη στιγμή βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε μια εσωτερική και εξωτερική κατάσταση πραγμάτων για την οποία δεν φέρουμε ευθύνη.
Μια οικονομία και κοινωνία διαλυμένες από έξι χρόνια συνεχών περικοπών και ύφεσης που κατέστρεψαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας, εκτόξευσαν την ανεργία, ενέτειναν τις κοινωνικές ανισότητες και οδήγησαν εκατομμύρια συμπολίτες μας στην φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε να διαχειριζόμαστε αλλά δεν πέσαμε από τα σύννεφα.
Γνωρίζαμε πολύ καλά τα μεγάλα προβλήματα αλλά κάναμε μια γενναία πολιτική επιλογή.
Να διεκδικήσουμε στην πιο δύσκολη στιγμή για τη χώρα και για τους πολίτες της να αναλάβουμε την ευθύνη της διακυβέρνησης.
Και επιδιώξαμε να αναλάβουμε αυτή την ευθύνη, καθώς βλέπαμε ότι κάθε μέρα που περνούσε με την προηγούμενη κυβέρνηση η χώρα βυθιζόταν ολοένα και πιο βαθειά στο μνημονιακό καθεστώς.
Βλέπαμε ότι η κατάσταση σύντομα θα ήταν μη αναστρέψιμη όχι μόνο για την ελληνική οικονομία αλλά κυρίως για τα δικαιώματα και τις προσδοκίες της κοινωνικής πλειοψηφίας που επιδιώκουμε να εκπροσωπούμε. Φανταστείτε ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υποχρέωση με βάση τις δικές της δεσμεύσεις και τους δικούς της λογαριασμούς από τους οποίους προσπαθούμε εδώ και τέσσερις μήνες να ξεμπερδέψουμε, είχε υποχρέωση για 3% πρωτογενές πλεόνασμα στο τρέχον έτος, άρα θα έπρεπε να επιβαρύνει με μέτρα, μέσα στο 2015, 5,5 δις ευρώ. Βεβαίως αυτό θα μπορούσε να το πετύχει μόνο μέσα από μια έκρηξη αυταρχισμού και συρρίκνωση της δημοκρατίας. Αποτέλεσε λοιπόν καθήκον μας απέναντι στη δημοκρατία η διεκδίκηση της πολιτικής αλλαγής.
Γνωρίζαμε πάρα πολύ καλά ότι η αρχή δεν θα ήταν περίπατος. Δεν υπήρξε περίοδος χάριτος για μας.
Από το πρώτο δευτερόλεπτο της διακυβέρνησης ριχτήκαμε με όλες μας τις δυνάμεις στη μάχη για την υπεράσπιση των αυτονόητων αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα το ναρκοθετημένο πεδίο που είχε ετοιμάσει για μας η προηγούμενη κυβέρνηση, ποντάροντας στην προοπτική της αριστερής παρένθεσης.
Δεν τους κάναμε, όμως, τη χάρη.
Διαχειριστήκαμε τη λήξη του προγράμματος στις 28 Φλεβάρη κερδίζοντας μια συμφωνία που μας έδινε τη δυνατότητα και το χρόνο να διαπραγματευτούμε και να ξεκινήσουμε την υλοποίηση των δεσμεύσεων μας απέναντι στον ελληνικό λαό.
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι ήταν μια εύκολη περίοδος.
Παρά τη μηδενική εξωτερική χρηματοδότηση, τον περιορισμό της ρευστότητας, τις συνεχείς παγίδες από το μνημονιακό κατεστημένο εντός και εκτός της χώρας καταφέραμε να σταθούμε όρθιοι και να πατήσουμε γερά στα πόδια μας.
Με την προσοχή μας διαρκώς στο μέτωπο της διαπραγμάτευσης καταφέραμε, παρόλα αυτά, να πάρουμε τα πρώτα μέτρα ανακούφισης υπέρ των πλέον αδικημένων της τελευταίας πενταετίας.
Περάσαμε το νόμο για την ανθρωπιστική κρίση, ψηφίσαμε το μέτρο των εκατό δόσεων που έδωσε ανάσα σε χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις και ενίσχυσε ταυτόχρονα το δημόσιο ταμείο, ανοίξαμε πρόσφατα την ΕΡΤ αποκαθιστώντας την μεγάλη ντροπή της μνημονιακής πενταετίας.
Προχωρήσαμε ακόμα στην πρώτη αποκατάσταση των αδικιών στον δημόσιο τομέα, με την επαναπρόσληψη των σχολικών φυλάκων και των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών, καταργήσαμε το πεντάευρο στα νοσοκομεία, διότι για πολλούς συμπολίτες μας και αυτό το πεντάευρο είναι δύσκολο να βρεθεί σε αυτές τις δύσκολες ώρες, ξεκινήσαμε την προσπάθεια για την αποκατάσταση της νομιμότητας στο χώρο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων Ενημέρωσης, προχωρήσαμε στην εξυγίανση του ποδοσφαίρου με το νέο νόμο για τον αθλητισμό, στην αποσυμφόρηση των φυλακών με το νόμο για τον εκσυγχρονισμό του σωφρονιστικού συστήματος και ήδη ψηφίσαμε στην επιτροπή το νόμο για την απόδοση ιθαγένειας στους μετανάστες δεύτερης γενιάς.
Κάθε ένα από αυτά τα μέτρα, κάθε μια από αυτές τις παρεμβάσεις ήταν και μια σκληρή μάχη απέναντι στο κατεστημένο που κτίστηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, απέναντι στο κατεστημένο του Μνημονίου.
Μια μεγάλη μάχη κόντρα σε προκαταλήψεις, σε αγκυλώσεις, σε εμμονές εντός και εκτός συνόρων. Και όλες αυτές οι μάχες σε ένα διαρκές καθεστώς εκβιασμού και χρηματοδοτικής ασφυξίας.
Σε αυτή τη γραμμή σκοπεύουμε να συνεχίσουμε. Στη γραμμή των καθημερινών και δύσκολων μαχών προκειμένου να πετύχουμε σε βάθος τετραετίας να ξηλώσουμε αυτό το κατεστημένο, που κτίστηκε τα τελευταία τέσσερα χρόνια και βασίστηκε πάνω στις παθογένειες και τις αδυναμίες τις συσσωρευμένες στο ελληνικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Τις παθογένειες και αδυναμίες των τελευταίων δεκαετιών. Σε αυτή τη γραμμή σκοπεύουμε να συνεχίσουμε ξέροντας καλά ότι ο δρόμος δεν θα είναι ποτέ ανοιχτός και στρωμένος με ροδοπέταλα.
Γνωρίζοντας καλά ότι κάθε μας βήμα θα είναι μια μάχη.
Είναι όμως δική μας ευθύνη και καθήκον να σηκώσουμε αυτό το βάρος και θα το κάνουμε με αποφασιστικότητα και επιμονή όσο η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού θα στηρίζει τις προσπάθειές μας, όσο θα είναι δίπλα μας και θα μας εμπιστεύεται. Όσο με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα θα δίνει τη μάχη στη πρώτη γραμμή προκειμένου σε αυτό τον τόπο να επανέλθει η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισονομία. Προκειμένου στον τόπο να επανέλθει το καθεστώς της κανονικότητας και της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών.
Διότι μένουν ακόμα πολλά να γίνουν για να αλλάξει πραγματικά η καταστροφική και άθλια πραγματικότητα των Μνημονίων.
Οι μεγάλες μάχες είναι μπροστά μας και πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις δώσουμε.
Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε αρκετά έχουμε μείνει πίσω όχι όμως με αποκλειστική δική μας ευθύνη.
Δεν έχουμε κάνει ίσως ακόμη όσα θα μπορούσαμε για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αν και αυτός ο αγώνας έχει ξεκινήσει.
Έχουμε επίσης καθυστερήσει στο μέτωπο της διαφθοράς και έχουμε σε πολλές περιπτώσεις αφήσει ακόμη μνημονιακές δυνάμεις να ορίζουν την πολιτική και κοινωνική ζωή.
Γιατί ξέρετε και σεις καλά ότι άλλο είναι να αναλαμβάνεις τη διακυβέρνηση και άλλο την πραγματική εξουσία. Είναι χρέος μας αυτή την εξουσία να την μεταβιβάσουμε στο λαό, να την μεταβιβάσουμε στις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που ασφυκτιούν και ζητούν οξυγόνο.
Αυτός είναι λοιπόν ο αγώνας που προέχει τώρα.
Ο αγώνας για να εγκαταστήσουμε μια πραγματική δημοκρατία στο τόπο μας, να φέρουμε ξανά το λαό στο προσκήνιο, να ξηλώσουμε όλο το μνημονιακό καθεστώς και να αποκαταστήσουμε τη δικαιοσύνη.
Καλώ, λοιπόν, όλους και όλες να συμβάλετε σε αυτόν τον αγώνα. Με την εποικοδομητική κριτική στην κυβέρνηση, με την ανάδειξη στο Κοινοβούλιο των πραγματικών προβλημάτων, με ενίσχυση των πρωτοβουλιών, με άσκηση πίεσης στους Υπουργούς, με συνεχή ενημέρωση του ελληνικού λαού.
Είμαι βέβαιος, ότι αν αξιοποιήσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε πνεύμα ενότητας και αλληλεγγύης, αν δείξουμε εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό, αυτή η τετραετία, παρά τέσσερις μήνες, ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας, θα είναι μια τετραετία που μπορεί να αποδειχτεί πραγματική άνοιξη δημοκρατίας σε μια χώρα που τόσο πολύ την έχει ανάγκη.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Προϋπόθεση για να προχωρήσουμε είναι να βρεθεί μια λύση στο μεγάλο πρόβλημα χρηματοδότησης της χώρας.
Διότι είναι οι όροι αυτής της λύσης που συγκροτούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθούμε όλο το επόμενο διάστημα.
Από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησης, όπως και προεκλογικά, διακηρύξαμε σε όλους τους τόνους ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε για να φτάσουμε μαζί με τους εταίρους μας σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία που θα σέβεται τόσο τους κανόνες της Ευρωζώνης όσο όμως και την σαφή εντολή του ελληνικού λαού για αλλαγή πορείας.
Δηλώσαμε με κάθε δυνατό τρόπο, όμως, ότι αυτή η συμφωνία δεν μπορεί να αποτελεί μια συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής, της πολιτικής της λιτότητας, της εσωτερικής υποτίμησης και της ύφεσης που μόνο δεινά συσσώρευσε για την κοινωνική πλειοψηφία τα τελευταία πέντε χρόνια.
Η ελληνική πλευρά προσήλθε σε αυτή τη διαπραγμάτευση από την πρώτη στιγμή με καλή πίστη, με ειλικρίνεια και με διάθεση για πραγματικό διάλογο ώστε να γεφυρωθούν οι διαφορές, να βρεθούν χρυσές τομές, να προωθηθούν λύσεις που θα επιλύουν μια και καλή το πρόβλημα χρηματοδότησης χωρίς όμως να γονατίζουν μισθωτούς και συνταξιούχους που όλα αυτά τα χρόνια σήκωσαν ένα βάρος που δεν τους αναλογούσε.
Μετά από τρεις μήνες εντατικών και δύσκολων διαπραγματεύσεων, καταθέσαμε ήδη εδώ και δύο εβδομάδες, ένα συνολικό και ολοκληρωμένο κείμενο προτάσεων που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια συμφωνία δύσκολη μεν αλλά οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά ανεκτή. Το κείμενο αυτό φυσικά, δεν αποτύπωνε τις αρχικές θέσεις της ελληνικής πλευράς. Αποτελούσε τη σύνοψη των δύσκολων, επί τρεις μήνες, διαπραγματεύσεων στο Brussels Group και προσπαθούσε να σκιαγραφήσει το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συμφωνία με τους θεσμούς και τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Λάμβανε δε υπόψη τόσο τις δικές μας κόκκινες γραμμές όσο και τις θέσεις των θεσμών.
Αντί απάντησης από την μεριά των θεσμών στην πρόταση αυτή παραλάβαμε – λίγο μετά – ένα σύντομο κείμενο πέντε σελίδων που στην πραγματικότητα αγνόησε τις διαπραγματεύσεις και επανήλθε σε προτάσεις για περικοπές συντάξεων, δραματικές αυξήσεις στο ΦΠΑ, ακόμη και στην ηλεκτρική ενέργεια, που αφορά το μέσο νοικοκυριό που έχει πληγεί, προτάσεις για κατάργηση του ΕΚΑΣ και πολλά άλλα παράλογα, εξωπραγματικά και απαράδεκτα.
Παρά την κίνηση αυτή, που δεν αντιστοιχούσε στις ειλικρινείς μας προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης, προσήλθαμε και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι στόχος μας είναι να φτάσουμε σε λύση.
Προσπαθώντας, μάλιστα, να γεφυρώσουμε το κενό στα δημοσιονομικά, προτείναμε ισοδύναμα μέτρα που δεν επιβαρύνουν όσους έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από την κρίση.
Η απάντηση που πήραμε και πάλι ήταν ότι τα μόνιμα παραμετρικά μέτρα δεν είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνουν ετήσιες περικοπές ύψους 1% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,8 δις ευρώ σε συντάξεις, καθώς και αντίστοιχο ποσό από την αύξηση του ΦΠΑ.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι όλοι γνωρίζουν πως οι συντάξεις στη χώρα μας έχουν υποστεί δραματικές περικοπές επί μια πενταετία και ότι τα 2/3 των συνταξιούχων στην Ελλάδα παίρνουν συντάξεις κάτω ή κοντά στο όριο της σχετικής φτώχειας.
Ενώ φαίνεται να αδιαφορούν για το γεγονός ότι η αύξηση του ΦΠΑ στην ενέργεια και μάλιστα κατά δέκα μονάδες, αποτελεί στην πραγματικότητα μορφή περικοπής του πραγματικού μισθού. Προτείνουν δηλαδή οριζόντια μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Και όταν λέμε οριζόντια αυτό αφορά και αυτούς που έχουν όμως και αυτούς που δεν έχουν, διότι ο ηλεκτρισμός είναι αγαθό απαραίτητο για τη ζωή. Είναι αγαθό στο οποίο οφείλουμε να διασφαλίζουμε την πρόσβαση σε όλους τους πολίτες.
Φαίνεται, λοιπόν, παράδοξο οι θεσμοί όχι μόνο να ζητούν υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους, αλλά και όταν αυτούς τους στόχους καλύπτουμε με ισοδύναμα τα αρνούνται.
Θέλω σήμερα να ξεκαθαρίσω προς πάσα κατεύθυνση ότι το ποιος θα πληρώσει τους φόρους είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης γιατί έχει έρθει η ώρα σε αυτό το τόπο την κρίση να τη πληρώσει η ολιγαρχία και όχι ο κόσμος της εργασίας, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι αυτοαπασχολούμενοι.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η εμμονή των θεσμών σε ένα πρόγραμμα περικοπών που έχει πασιφανώς αποτύχει καθώς και η επιμονή σε μέτρα που γνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτά, δεν μπορεί να αποτελεί απλώς ένα λάθος ή να επιβάλλεται από υπερβάλλοντα ζήλο.
Το πιθανότερο είναι πως εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες καθώς και ένα πολιτικό σχέδιο για την ταπείνωση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και την ταπείνωση ενός ολόκληρου λαού που έχει υποφέρει τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια και μάλιστα χωρίς δική του ευθύνη.
Φαίνεται ότι το πιθανότερο είναι ότι θέλουν να δοθεί δηλαδή με σαφήνεια το μήνυμα τόσο στον ελληνικό λαό όσο όμως και στους άλλους λαούς της Ευρώπης ότι η λαϊκή επιλογή δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.
Και ότι νόμος και αξία κυρίαρχη στη σύγχρονη Ευρώπη δεν είναι η δημοκρατία αλλά ένας σκληρός και κοινωνικά άδικος νεοφιλελεύθερος οικονομισμός.
Έχουμε άραγε εδώ ενδείξεις ειλικρινούς διάθεσης εξεύρεσης λύσης;
Βλέπουμε μια διαπραγμάτευση που διεξάγεται με καλή πίστη και με όρους ισοτιμίας;
Το πιθανότερο είναι ότι μάλλον πρόκειται για μια επίδειξη πυγμής που σκοπεύει να σκοτώσει εν τη γενέσει της οποιαδήποτε προσπάθεια για τερματισμό της λιτότητας, οποιαδήποτε προσπάθεια για να οικοδομηθεί ένα κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που θα θέτει σε προτεραιότητα τα συμφέροντα και τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Και αυτό επαναλαμβάνω αυτό δεν αφορά την Ελλάδα, αφορά την Ευρώπη, το αύριο της Ευρώπης, και αφορά το σύνολο των ευρωπαϊκών λαών.
Είναι εξάλλου και η τακτική της χρηματοδοτικής ασφυξίας που έχει επιλέξει η ΕΚΤ από την αρχή του Φλεβάρη απέναντι στην Ελλάδα, η οποία επιβεβαιώνει τα παραπάνω.
Διότι παρά το γεγονός ότι από τις 20 Φεβρουαρίου και μετά η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα και άρα υπάρχουν οι τυπικές και νομικές προϋποθέσεις να αρθούν οι περιορισμοί στη συμμετοχή ελληνικών τραπεζών στις αγορές εντόκων γραμματίων, βλέπουμε ότι η Κεντρική Τράπεζα επιμένει σε μια γραμμή οικονομικού στραγγαλισμού.
Είναι άραγε αυτή μια δημοκρατική και λογική τακτική στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης μεταξύ εταίρων, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης;
Είναι μια τακτική που μπορεί να κάνει την Ευρώπη, τους πολίτες της Ευρώπης που πίστεψαν στις αξίες και στα ιδανικά της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, στα ιδανικά της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας, είναι λοιπόν μια τακτική που μπορεί να κάνει σήμερα την Ευρώπη και όλους αυτούς τους πολίτες να αισθάνονται περήφανοι;
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Πιστεύω ακράδαντα, παρά τον ορυμαγδό επιθετικών δηλώσεων των τελευταίων ημερών, ότι υπάρχουν ακόμη στην Ευρώπη δυνάμεις που δεν αισθάνονται άνετα με αυτή την τακτική, που αναγνωρίζουν τα λάθη και που κατανοούν την κρισιμότητα της κατάστασης.
Υπάρχουν δυνάμεις που δουλεύουν στην κατεύθυνση εξεύρεσης μιας δίκαιης λύσης.
Είναι αυτές οι δυνάμεις που πρέπει να επικρατήσουν σε πείσμα όσων επιλέγουν την στρατηγική της έντασης, των απειλών και του ψυχροπολεμικού κλίματος.
Για να επικρατήσουν, όμως, πρέπει επιτέλους και μεταξύ των θεσμών να αποδοθούν οι ευθύνες και να αποφασιστεί μια συγκεκριμένη άποψη που δεν θα αποτελεί τη συνισταμένη των σκληρότερων μεταξύ τους επιλογών.
Διότι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε είναι ότι κυριαρχούν οι θέσεις του ΔΝΤ σε ό,τι αφορά τη σκληρότητα των μέτρων και από την άλλη οι θέσεις της Ευρώπης σε ό,τι αφορά την άρνηση οποιασδήποτε συζήτησης για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Το αποτέλεσμα είναι να καταλήγουμε σε προτάσεις που δεν διέπονται από καμία απολύτως ορθή λογική.
Αντίθετα τα μέτρα που προτείνονται οδηγούν σε επανάκαμψη της ύφεσης και σε περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων, ενώ η εσκεμμένη τύφλωση μπροστά από το μέγα θέμα στη μη βιωσιμότητα του χρέους οδηγεί σε παράταση της αβεβαιότητας και σε συντήρηση της συζήτησης και των επιφυλάξεων για το ίδιο το μέλλον όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωζώνης.
Τελικά αυτό που μας ζητείται είναι να αποδεχθούμε μια Συμφωνία που όχι μόνο δεν θα λύνει το πρόβλημα αλλά θα παρασύρει μια οικονομία που είναι έτοιμη να ορθοποδήσει και πάλι μετά από πέντε χρόνια σκληρής λιτότητας και φαύλου κύκλου, λιτότητας ύφεσης να την παρασύρει και πάλι σε μια υφεσιακή δίνη και σε μια αβεβαιότητα που αποτελεί μόνο αντικίνητρο για οποιαδήποτε στρατηγική επένδυση.
Αν λοιπόν στόχος είναι η συνέχιση ενός προγράμματος έμπνευσης ΔΝΤ, το οποίο όλοι στον κόσμο γνωρίζουν ότι απέτυχε, όχι μόνο στην Ευρώπη, και μάλιστα η συνέχιση του χωρίς καμία απολύτως ρύθμιση του χρέους, τότε δεν αφήνεται κανένα περιθώριο επιλογής, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, όχι μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι απλά να πράξουμε το καθήκον μας, να μην υποκύψουμε σε πιέσεις και εκβιασμούς χωρίς κανένα αποτέλεσμα, χωρίς καμία ορατή λύση.
Και σε αυτό το σημείο, νομίζω, έρχεται η στιγμή που και οι εταίροι μας να μιλήσουν ξεκάθαρα. Θέλουν λύση στο πρόβλημα της Ελλάδας ή επιθυμούν αυτό το πρόβλημα να διαιωνίζεται διαρκώς και να επανέρχεται; Αν επιθυμούν το ΔΝΤ να είναι μέρος της συμφωνίας κουβαλώντας μαζί τις αποτυχημένες συνταγές του, πως είναι δυνατόν να αποδέχονται αλά καρτ το ΔΝΤ; Να αποδέχονται μεν τα σκληρά του μέτρα αλλά όχι τις προτάσεις του για διαγραφή χρέους. Και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι και το ΔΝΤ – δεν έπεσε σήμερα στην Ελλάδα, είναι πέντε χρόνια εδώ – και έχει εγκληματικές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στη χώρα. Ήταν το ΔΝΤ που έκανε λάθος, όπως το ίδιο παραδέχθηκε, τους πολλαπλασιαστές υπολογισμού της ύφεσης. Ζήτησε βέβαια συγγνώμη, αλλά η συγγνώμη αυτή δεν βοήθησε τους ανθρώπους που έχασαν τις δουλειές τους να ζήσουν ξανά μια ζωή με αξιοπρέπεια, ούτε τάισε τους χιλιάδες φτωχούς και κοινωνικά αποκλεισμένους. Δεν αύξησε τις συντάξεις, ούτε ξανάνοιξε τις μικρές επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο κατά χιλιάδες στον τόπο μας. Απλώς αποτέλεσε μια κυνική ομολογία των τεχνοκρατών χωρίς καμία απολύτως συνέπεια στην πράξη.
Έχει φτάσει, όμως, η ώρα οι προτάσεις του Ταμείου να κριθούν. Και να κριθούν δημόσια. Όχι από μας, πρωτίστως από την ίδια την Ευρώπη, από τις δυνάμεις που συνεχίζουν να μιλούν για αλληλεγγύη και δημοκρατία. Έχει φτάσει η ώρα η Ευρώπη να συζητήσει σοβαρά και με συνέπεια όχι για το μέλλον της Ελλάδας αλλά για το μέλλον της ίδιας της ευρωζώνης. Θέλει, επιμένοντας, να οδηγήσει μια χώρα και έναν λαό στην ταπείνωση και την εξαθλίωση ή θέλει να βρει τις χρυσές τομές και να ανοίξει δρόμους για την εμπέδωση της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης στους κόλπους της. Αυτό είναι σήμερα το μεγάλο δίλημμα της Ευρώπης. Αυτό είναι και το κρίσιμο ερώτημα που ψάχνει την απάντηση του.
Είμαι βέβαιος ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα αναγνωρίσει ότι η μικρή Ελλάδα με τις μικρές της δυνάμεις, δίνει σήμερα μια μάχη πάνω από τις αντοχές της και πάνω από τις δυνάμεις της όχι μόνο για δικό της λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό των λαών της Ευρώπης και της πορείας που μπορεί να πάρει από εδώ και στο εξής το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Εμείς όπως έχουμε δηλώσει και αποδείξει έμπρακτα και κατ΄ επανάληψη, θα συνεχίζουμε μέχρι τέλους να εργαζόμαστε με την ίδια ψυχραιμία, νηφαλιότητα, ηρεμία, αλλά και αποφασιστικότητα, για την εξεύρεση λύσης, όχι απλά συμφωνίας. Το πιο εύκολο για μας θα ήταν να κάνουμε ότι και οι προκάτοχοι μας. Θα υπογράφαμε ακριβώς ότι μας έφερναν. Τότε θα είχαμε συμφωνία πολύ γρήγορα. Δεν θα είχαμε όμως λύσει το πρόβλημα. Θα συνεχίσουμε λοιπόν να εργαζόμαστε για λύση.
Η εντολή που έχουμε πάρει από τον ελληνικό λαό, και θέλω να το ξεκαθαρίσω, δεν είναι εντολή δημιουργικής ασάφειας. Είναι μια σαφής εντολή: Να τερματίσουμε την πολιτική της λιτότητας στον τόπο μετά από πέντε χρόνια σκληρής επιβολής που δημιούργησε τεράστια αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Για να γίνει λοιπόν αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να επιδιώξουμε μια συμφωνία που θα έχει σαφή αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά, δεν θα επιβαρύνει μισθωτούς και συνταξιούχους και θα κατανέμει τα βάρη σε όσους δεν έχουν πληρώσει το μερίδιο τους για την έξοδο από την κρίση.
Ταυτόχρονα, μια συμφωνία που δεν θα παρατείνει την αβεβαιότητα αλλά θα κλείνει μια και καλή τη συζήτηση για το περιβόητο GREXIT, ώστε να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τη θετική οικονομική συγκυρία και να εκμεταλλευτούμε τις πραγματικές αναπτυξιακές προοπτικές. Και τούτο σημαίνει ότι η συμφωνία θα πρέπει να εμπεριέχει συγκεκριμένες και δεσμευτικές ρήτρες για την αντιμετώπιση του χρηματοδοτικού προβλήματος της χώρας, που επιδεινώθηκε κατά την μνημονιακή πενταετία με αποκλειστική ευθύνη και των θεσμών.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Τις τελικές μας αποφάσεις θα τις πάρουμε στη βάση αυτών ακριβώς των κριτηρίων.
Διότι επαναλαμβάνω δε λειτουργούμε με το άγχος και τη πίεση της στιγμής. Ούτε λειτουργούμε κάτω από εκβιαστικά διλήμματα.
Έχουμε εντολή τετραετίας. Όλα τα εναλλακτικά σενάρια που ανοίγονται μπροστά μας τα επεξεργαζόμαστε στη βάση του ποια οικονομία, ποια κοινωνία, ποια χώρα θα έχουμε να παραδώσουμε σε τέσσερα χρόνια. Παραλάβαμε μια χώρα, που δυστυχώς είχε καταλήξει να είναι μια χώρα αποικία χρέους.
Στόχος μας είναι σε ορίζοντα τετραετίας να παραδώσουμε μια χώρα με λιγότερες κοινωνικές ανισότητες, χωρίς φοροδιαφυγή και με αντιμετώπιση των εκτεταμένων δικτύων διαφθοράς και παρανομίας που έχουν στηθεί στο εσωτερικό της ελληνικής διοίκησης.
Να παραδώσουμε μια κοινωνία που θα σέβεται τις αρχές της ισότητας και της δίκαιης κατανομής των βαρών και μια οικονομία που θα έχει προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης, ώστε να εγγυάται την ευημερία του συνόλου των ελλήνων πολιτών.
Πάνω από όλα, όμως, στόχος μας είναι να οικοδομήσουμε ένα κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο υψηλών προσδοκιών για όλους και κυρίως όμως για τους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Αυτό είναι το δικό μας στοίχημα. Στοίχημα το οποίο θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από την στήριξη των πολιτών και του ελληνικού λαού. Στήριξη που έχουμε, που θα συνεχίσουμε να έχουμε όσο είμαστε ειλικρινείς απέναντι στον ελληνικό λαό και όσο υπερασπιζόμαστε με πάθος τα δικά του συμφέροντα.
Και η στάση της ψυχραιμίας, της ευθύνης και της αποφασιστικότητας από την πλευρά μας, στον βαθμό που αποτελεί ταυτόχρονα και στάση των ελλήνων πολιτών, η στάση της ψυχραιμίας και της αποφασιστικότητας, είναι που εκμηδενίζει κάθε απειλή και κάθε εκβιασμό.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Πιστεύω ότι μπαίνουμε στην τελική ευθεία. Στην τελική ευθεία, θα έλεγε κανείς, τώρα αρχίζει η πραγματική διαπραγμάτευση. Και τώρα θα κριθεί η δυνατότητα η Ελληνική Κυβέρνηση με αποφασιστικότητα, με αταλάντευτη προσήλωση στους στόχους της, να πάρει δηλαδή μια δίκαιη λύση, θα κριθεί από το αποτέλεσμα – ταυτόχρονα όμως θα κριθεί και η δυνατότητα της Ευρώπης να σταματήσει να πυροβολεί τα πόδια της, να σταματήσει να κάνει πληγές στο δικό της σώμα και να προχωρήσει μπροστά αναδεικνύοντας τις αξίες της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Πιστεύω ότι θα το κάνει.
Το στοίχημα αυτό δεν είναι μόνο δικό μας. Είναι βεβαίως στοίχημα του ελληνικού λαού, είναι στοίχημα της Ελλάδας, αλλά δεν είναι μόνο δικό μας στοίχημα είναι και το στοίχημα των λαών της Ευρώπης.
Για μια Ευρώπη όχι της τιμωρίας και των εκβιασμών αλλά για μια Ευρώπη της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης. Και αυτή την Ευρώπη θα την κατακτήσουμε με την αποφασιστικότητα μας να διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού τη λαϊκή εντολή, αλλά και μέσα από τους αγώνες του λαού μας, μέσα από τους αγώνες των λαών της Ευρώπης.
Καλή δύναμη.
Πηγή: left.gr