Το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης ζητεί την επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου – «Διαφωνούμε ριζικά» με αυτή την τοποθέτηση, απαντά το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης
Η καθιέρωση τόσο θετικών όσο και αρνητικών ποσοστώσεων κατά την αξιολόγηση των υπαλλήλων του Δημοσίου θα μπορούσε, «αντί να συντελέσει στην εξάλειψη παθογενειών, να οδηγήσει ακόμη και στην απορρύθμιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης». Την επισήμανση αυτή διατυπώνει σε υπόμνημά του το οποίο εστάλη στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης το ΔΣ του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ). Με κατά πλειοψηφία απόφασή του ζητεί την επανεξέταση του θεσμικού πλαισίου για την αξιολόγηση του προσωπικού στον δημόσιο τομέα «προκειμένου να βελτιωθεί και να καταστεί πραγματικά λειτουργικό, ορθολογικό και αποτελεσματικό, συντελώντας στην ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης και των παρεχομένων υπηρεσιών».
Ο πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΔΔΑ κ. Παύλος Δ. Πέζαρος δηλώνει στο «Βήμα» ότι το υπόμνημα, το οποίο έδωσε ο ίδιος στην υφυπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης κυρίαΕύη Χριστοφιλοπούλου σε συνάντηση που είχε μαζί της, συντάχθηκε ώστε να αναδειχθούν «οι αντιφάσεις που προκύπτουν εκ των πραγμάτων από την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο νόμων με διαφορετική φιλοσοφία. Εφόσον καλούνται οι διοικήσεις να τους εφαρμόσουν, δημιουργείται εκ των πραγμάτων αδυναμία υλοποίησης του νέου συστήματος αξιολόγησης με τις ποσοστώσεις».
Ο κ. Πέζαρος εξηγεί στο «Βήμα» ότι το υπόμνημα «δεν έχει ούτε αντιπολιτευτική ούτε συμπολιτευτική διάσταση». Υπογραμμίζει ότι η τοποθέτηση του ΔΣ του ΕΚΔΔΑ επί του θέματος επιδιώκει «να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης, με έμφαση στην αντικειμενικότητα».
Ετσι, το υπόμνημα, όπως σημειώνει, αναδεικνύει ότι η πρόσφατη θέσπιση του νέου συστήματος αξιολόγησης που περιγράφει ο Ν. 4250/2014 στα άρθρα 20-32, δηλαδή η αξιολόγηση του προσωπικού μέσα σε αυστηρά οριζόμενα ποσοστά, έρχεται, κατά την άποψη του ΔΣ του ΕΚΔΔΑ, σε ευθεία αντίθεση με το εν ισχύ σύστημα της Διοίκησης με Στόχους (ΔμΣ). Η τοποθέτηση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, με δεδομένο ότι το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης είναι αρμόδιος επιστημονικός φορέας για τη μελέτη και την εφαρμογή σύγχρονων και άρτιων συστημάτων διοίκησης ποιότητας.
Το υπόμνημα λειτουργεί ως πεδίο για να αποτυπωθούν οι αντιφάσεις που έχουν δημιουργηθεί, παρατηρεί. Ο κ. Πέζαρος σημειώνει ότι η άποψη που εκφράζει το ΔΣ περιγράφεται με βάση ότι ο νέος νόμος για την αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις διατάξεις του Ν. 3230/2004 περί στοχοθεσίας και δεικτών μέτρησης τις οποίες το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης έχει επανειλημμένως υπομνήσει στους φορείς της δημόσιας διοίκησης ότι οφείλουν να τηρούν. Οπως εξηγεί, αυτό συμβαίνει γιατί στη φιλοσοφία του ενός συστήματος υπάρχει η ακριβής μέτρηση (δηλαδή, ορίζονται στόχοι που πρέπει να υλοποιηθούν από την υπηρεσία και κατ’ επέκταση από τους υπαλλήλους), κάτι που δεν υπολογίζεται στο νέο σύστημα με τις ποσοστώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στο υπόμνημα αναφέρεται πως διαφαίνεται ότι η μη ακριβής μέτρηση ή ορθότερα η ανυπαρξία μετρήσεων είναι προϋπόθεση εφαρμογής ενός συστήματος με ποσοστώσεις. Η ουσιαστική όμως αυτή αντίφαση ανάμεσά τους καθιστά ανεφάρμοστα ταυτόχρονα και τα δύο στην ίδια υπηρεσία, εφόσον εφαρμόζεται η στοχοθεσία.
Ο πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΔΔΑ υπογραμμίζει στο «Βήμα» ότι όντως ο τρόπος που γινόταν η αξιολόγηση στο Δημόσιο «ήταν φορτωμένος με παθογένειες καθώς η μέγιστη πλειονότητα των υπαλλήλων κρινόταν άριστη από τους προϊσταμένους, πράγμα που δεν είναι φυσιολογικό».
Μάλιστα λέει ότι αντιλαμβάνεται πως η πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης – τόσο του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και της κυρίας Χριστοφιλοπούλου – ήταν «να θέσει όρια για να σταματήσει αυτές τις παθογένειες, πλην όμως με το σύστημα των ποσοστώσεων αφενός δημιουργούνται αντιφάσεις λόγω ταυτόχρονης ύπαρξης δύο νόμων και αφετέρου τα ποσοστά προκύπτουν με αυθαίρετο τρόπο και μάλιστα έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, επί ποινή πειθαρχικών παραπτωμάτων».
Ο κ. Πέζαρος τονίζει ότι παρέδωσε ο ίδιος στην κυρία Χριστοφιλοπούλου το υπόμνημα εξηγώντας της το σκεπτικό του. Σημειωτέον ότι το ΕΚΔΔΑ διδάσκει σε όλες τις εκπαιδευτικές μονάδες του επί μία δεκαετία θέματα που αφορούν τη διοίκηση με στόχους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην 7η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του ΕΚΔΔΑ (23.5.2014) και κατόπιν συζήτησης που προκλήθηκε έπειτα από σχετικό αίτημα μέλους του διοικητικού συμβουλίου αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η σύνταξη υπομνήματος που αφορά την αξιολόγηση του προσωπικού και επί της εφαρμογής των νόμων 4250/14 και 3230/04.
Ετσι το ΔΣ του ΕΚΔΔΑ υπέβαλε στις 20 Ιουνίου προς τον υπουργό και την υφυπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης κ. Κυριάκο Μητσοτάκηκαι κυρία Εύη Χριστοφιλοπούλου υπόμνημα το οποίο έχει ημερομηνία 18 Ιουνίου και υπογράφει ο πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΔΔΑ.
Το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης
Πηγές του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης που ερωτήθηκαν από «Το Βήμα» για την τοποθέτηση του ΔΣ του ΕΚΔΔΑ σχετικά με την αξιολόγηση επεσήμαναν:
«Διαβάσαμε με πολύ μεγάλη προσοχή το υπόμνημα του ΕΚΔΔΑ. Δεν συμφωνούμε. Διαφωνούμε ριζικά. Εισαγάγαμε τη συγκριτική αξιολόγηση για το έτος 2013 ως μεταβατικό στάδιο. Θέλαμε να σταματήσουμε τη στρέβλωση, όλοι, “κακοί – καλοί”, να παίρνουν άριστα. Ως το τέλος του χρόνου θα υπάρξει νέο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων που θα προκύψει μέσα από διάλογο με τους θεσμικούς συνομιλητές του υπουργείου – φορείς , ΑΔΕΔΥ, ΚΕΔΕ κ.ά. Από το 2015 θα υπάρχει νέο σύστημα αξιολόγησης για το έτος 2014. Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα βαθμολογείτο με 9 και 10 αναιρούσε τη σημασία και τη λογική της αξιολόγησης και την καθιστούσε ανούσια.
Η αξιολόγηση θα έπρεπε να αποτελεί εργαλείο παρακίνησης για τον αξιολογούμενο και μεγιστοποίησης της απόδοσής του».
ΠΗΓΗ: To BΗΜΑ