Πώς οι δυσλειτουργίες των μηχανισμών αποτρέπουν την αξιοποίηση στοιχείων από τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και των 65 CD’s
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Χιλιάδες φορολογικές υποθέσεις πλούσιων φυσικών προσώπων προερχόμενες από τις γνωστές πλέον λίστες «υπόπτων» για φοροδιαφυγή, οι οποίες εστάλησαν από το εξωτερικό ή έχουν σχηματιστεί από τις ελληνικές φορολογικές αρχές, καθώς και πολλές άλλες υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής που βρίσκονται σε εκκρεμότητα οδεύουν πλέον προς παραγραφή.
Το χρονικό περιθώριο που έχει το Δημόσιο να ολοκληρώσει τους ελέγχους στις υποθέσεις αυτές λήγει στις 31/12/2016 και δεν υπάρχει δυνατότητα να δοθεί νέα παράταση στην προθεσμία παραγραφής, έστω και για μερικούς μήνες, καθώς οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν απαγορεύσει ρητά στην ελληνική κυβέρνηση να δίνει παρατάσεις στις προθεσμίες παραγραφής φορολογικών υποθέσεων. Έτσι, το ελληνικό Δημόσιο κινδυνεύει να χάσει οριστικά το δικαίωμα να καταλογίσει φόρους και πρόστιμα κυρίως σε χιλιάδες οικονομικά ισχυρούς Έλληνες φορολογούμενους που έχουν διαπράξει φοροδιαφυγή μεγάλης έκτασης, αποκρύπτοντας εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ευρώ.
Σε πολλές από τις υποθέσεις αυτές οι έλεγχοι δεν έχουν καν ξεκινήσει ή βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι ελεγκτές των αρμοδίων υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) σηκώνουν τα χέρια και δηλώνουν ξεκάθαρα ότι δεν προλαβαίνουν πια να ελέγξουν τόσες σημαντικές εκκρεμείς υποθέσεις, αφού ο χρόνος που απομένει, μέχρι το τέλος του 2016, δεν επαρκεί.
Οι περισσότερες από τις παραγραφόμενες υποθέσεις προέρχονται από τη λίστα των 65 CD με τα στοιχεία 1,3 εκατ. φορολογουμένων οι οποίοι έχουν πραγματοποιήσει καταθέσεις και αναλήψεις άνω των 300.000 ευρώ στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς την περίοδο 2000-2012. Υπάρχουν επίσης υποθέσεις από τη λίστα Λανγκάρντ και από τη λίστα Μπόργιανς. Πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες οι έλεγχοι πρέπει να γίνουν κατόπιν εισαγγελικών παραγγελιών. Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες υποθέσεις, κυρίως επιχειρήσεων, που εκκρεμούν για έλεγχο στις αρμόδιες υπηρεσίες χωρίς να έχουν προηγηθεί εισαγγελικές παραγγελίες.
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους είναι σχεδόν βέβαιη πλέον η απώλεια σημαντικού ύψους δημοσίων εσόδων από την παραγραφή υποθέσεων μεγάλης φοροδιαφυγής είναι:
1 Η μη επαρκής στελέχωση των αρμόδιων φοροελεγκτικών υπηρεσιών.
2 Το γεγονός ότι η ΓΓΔΕ δεν προχώρησε εγκαίρως στη μείζονος σημασίας διαδικασία της «προτεραιοποίησης» των πιο σημαντικών φορολογικών υποθέσεων, ώστε ο φοροελεγκτικός μηχανισμός να ρίξει από την αρχή το κύριο βάρος των προσπαθειών του στις υποθέσεις αυτές πολλούς μήνες πριν από τη λήξη του τρέχοντος έτους και να προλάβει εντός του 2016 να ολοκληρώσει τους ελέγχους και να καταλογίσει τους φόρους και τα πρόστιμα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 4174/2016, η διαδικασία της «προτεραιοποίησης» προβλέπει την επιλογή των υποθέσεων που θα ελεγχθούν κατά προτεραιότητα με βάση αντικειμενικά κριτήρια ανάλυσης κινδύνου και εκτίμησης του ύψους των φορολογικών εσόδων που μπορούν να βεβαιωθούν. Το κατά πόσο η κάθε υπόθεση πληροί τα κριτήρια αυτά για να επιλεγεί για έλεγχο αποτυπώνεται με μέθοδο μοριοδότησης. Όσο πιο πολλά μόρια λάβει μια υπόθεση, βάσει του βαθμού κατά τον οποίο πληροί τα καθορισμένα κριτήρια, τόσο πιο υψηλά τοποθετείται στη λίστα «προτεραιοποίησης», ώστε να επιλεγεί κατά προτεραιότητα για έλεγχο.
Σύμφωνα εξάλλου με την ισχύουσα νομοθεσία, οι φοροελεγκτές επέχουν πειθαρχικές και ποινικές ευθύνες μόνο σε περίπτωση που παραγραφούν «προτεραιοποιημένες» υποθέσεις που έχουν αναλάβει να ελέγξουν. Αντιθέτως, αν παραγραφούν μη «προτεραιοποιημένες» υποθέσεις τις οποίες είχαν αναλάβει να ελέγξουν, δεν έχουν πλέον καμία πειθαρχική ή ποινική ευθύνη.
Η διαδικασία της «προτεραιοποίησης» είχε προετοιμαστεί ήδη από τις αρχές του 2016 από τα υπηρετούντα τότε αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη. Όμως η σχετική απόφαση δεν υπεγράφη άμεσα, ώστε η διαδικασία της διενέργειας των ελέγχων στις «προτεραιοποιημένες» υποθέσεις να ξεκινήσει από νωρίς μέσα στο 2016. Η απόφαση για την «προτεραιοποίηση» των ελεγκτέων υποθέσεων υπογράφηκε και εκδόθηκε τον Αύγουστο, με καθυστέρηση 8 μηνών!
Το αποτέλεσμα ήταν οι λίστες των «προτεραιοποιημένων» υποθέσεων που επιλέχθηκαν για άμεσο έλεγχο, με βάση την απόφαση αυτή, να χρεωθούν στους αρμόδιους ελεγκτές πολύ αργά, τον Σεπτέμβριο, δηλαδή τρεις μήνες προτού πολλές από τις υποθέσεις αυτές παραγραφούν. Εν τω μεταξύ, όμως, πολλοί ελεγκτές που χρεώθηκαν με τις «προτεραιοποιημένες» υποθέσεις ήταν ήδη χρεωμένοι με άλλες υποθέσεις, στις οποίες είχαν προχωρήσει τους ελέγχους, έχοντας κοινοποιήσει σημειώματα διαπιστώσεων στους φορολογούμενους που είχαν ελέγξει.
Επειδή δε αρκετές από τις ήδη ελεγχόμενες υποθέσεις ερευνούνταν κατόπιν εισαγγελικών παραγγελιών, οι ελεγκτές έρχονται αντιμέτωποι με το απίστευτο δίλημμα: ή να παρατήσουν τους ήδη διενεργούμενους αλλά μη ολοκληρωμένους ακόμη ελέγχους τους -με κίνδυνο να έρθουν αντιμέτωποι με μηνύσεις και διώξεις από τους αρμόδιους εισαγγελείς που παρήγγειλαν τους ελέγχους- ώστε να καταπιαστούν μόνο με τη διενέργεια ελέγχων στις «προτεραιοποιημένες» υποθέσεις (μήπως προλάβουν να τις ελέγξουν πριν παραγραφούν) ή να συνεχίσουν τους ελέγχους στις ήδη ερευνώμενες υποθέσεις αφήνοντας στην άκρη της «προτεραιοποιημένες» οι οποίες έτσι θα παραγραφούν σίγουρα και τότε οι ίδιοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με ποινικές και πειθαρχικές διώξεις.
Πολλοί ελεγκτές διαμαρτύρονται πλέον έντονα, επισημαίνοντας ότι εξαιτίας της μεγάλης καθυστέρησης της χρέωσής τους με τις «προτεραιοποιημένες» υποθέσεις θα βρεθούν -χωρίς οι ίδιοι να φταίνε- αντιμέτωποι με πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις επειδή δεν θα προλάβουν να ολοκληρώσουν τους ελέγχους των συγκεκριμένων υποθέσεων πριν από τις 31/12/2016 και αυτές θα παραγραφούν. Είναι δηλαδή πιθανό να διωχθούν αδίκως.
3 Το γεγονός ότι το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) έχει μείνει «ακέφαλο» για πάνω από έναν μήνα μετά την ξαφνική αποπομπή του Δημήτρη Μασίνα από τη θέση του διευθυντή στο τέλος Σεπτεμβρίου. Χθες μάλιστα υπέβαλε την παραίτησή του και ο υποδιευθυντής της υπηρεσίας Σταύρος Γαρδέρης, ο οποίος εκτελούσε εκτάκτως χρέη αναπληρωτή διευθυντή, διαπιστώνοντας ότι είναι αδύνατο να γλιτώσουν την παραγραφή πάρα πολλές υποθέσεις. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η αφορμή της παραίτησης ήταν η απόφαση της ηγεσίας της ΓΓΔΕ για μετάθεση μιας υπαλλήλου που είχε κοινοποιήσει σημείωμα διαπιστώσεων σε φορολογούμενο καταλογίζοντας φόρους και πρόστιμα 5 εκατ. ευρώ, καθώς και το γεγονός ότι η έγγραφη προειδοποίησή του για τις συνέπειες τις ενέργειας αυτής που θα ήταν η παραγραφή της συγκεκριμένης υπόθεσης.
4 Η απουσία αντίδρασης και αποτελεσματικών πρωτοβουλιών άρσης του αδιεξόδου που έχει δημιουργηθεί από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία φαίνεται ότι παρακολουθεί αμήχανη και αμέτοχη την όλη κατάσταση. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών έχει τεράστιες ευθύνες, καθώς έχει αποδεχθεί ότι όλα «περνούν» από τους δανειστές και δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, έστω κι αν αυτές θα προκαλέσουν την αντίδραση των εκπροσώπων των δανειστών. Συγκεκριμένα, ο υπουργός Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αποφεύγουν να έρθουν σε σύγκρουση με τους δανειστές προχωρώντας άμεσα μονομερώς στη νομοθέτηση διάταξης που θα προβλέπει την παράταση της προθεσμίας παραγραφής τουλάχιστον για έξι μήνες, ώστε να δοθεί χρονικό περιθώριο στις αρμόδιες υπηρεσίες να ολοκληρώσουν όσο το δυνατό περισσότερους ελέγχους και να βεβαιώσουν σημαντικού ύψους φόρους και πρόστιμα σε πολλές υποθέσεις μεγάλης φοροδιαφυγής.
«Σβήνονται» δηλώσεις 11 ετών
Σε πολλές από τις κρίσιμες υποθέσεις φορολογουμένων με μεγάλα χρηματικά ποσά καταθέσεων σε τράπεζες του εξωτερικού, οι οποίες περιλαμβάνονται στις γνωστές λίστες, οι ελεγκτές καλούνται να ερευνήσουν και να διασταυρώσουν στοιχεία από κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών και από φορολογικές δηλώσεις της περιόδου 2000-2012, δηλαδή 13 συνολικά ετών.
Η μη ολοκλήρωση του ελέγχου στις υποθέσεις αυτές πριν από τις 31/12/2016 θα έχει ως συνέπεια να παραγραφεί το δικαίωμα ελέγχου στις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και στις φορολογικές δηλώσεις της περιόδου 2000-2010, δηλαδή στα 11 από τα 13 χρόνια του χρονικού διαστήματος που πρέπει να ελεγχθεί. Έτσι, σε πάρα πολλές υποθέσεις διακίνησης «μαύρου» χρήματος κατά την περίοδο 2000-2010 το Δημόσιο θα χάσει το δικαίωμα να ελέγξει εξονυχιστικά τις ενέργειες των πλούσιων φορολογουμένων, να προσδιορίσει σημαντικού ύψους αποκρυβέντα εισοδήματα και να καταλογίσει τεράστια ποσά φόρων εισοδήματος και προστίμων. Οι δε φορολογούμενοι θα γλιτώσουν κι από ποινικές διώξεις για αδικήματα φοροδιαφυγής.