Κουτσούκος Γιώργος (19.12.2013)
Μέσα Δεκέμβρη 2013 στο Παγκράτι. Βράδυ Πέμπτης, με κρύο τσουχτερό. Ντύνομαι πρόχειρα και βγαίνω από το σπίτι για να πάω μέχρι το περίπτερο. Η ατμόσφαιρα θολή, τα μάτια μουτσούζουν. Ο καπνός από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες εισχωρεί στα ρουθούνια, περνάει από τον λαιμό και κάνει κύκλους στο στομάχι ανακατεύοντάς το.
«Απόψε μυρίζει φόνος» σκέφτομαι και σηκώνω τον γιακά του παλτού μου. Έγινε η Αθήνα νουάρ διά χειρός Στουρνάρα.
Ο περιπτεράς έχει κατεβάσει το τζαμάκι και μόλις με βλέπει να πλησιάζω μου ρίχνει ένα εχθρικό βλέμμα. Με χειρονομίες του εξηγώ τι θέλω. Μισανοίγει το τζαμάκι, μου πετά αυτό που του ζήτησα, μαζί με τα ρέστα, και κλείνει απότομα πάλι το τζαμάκι. Τα δάχτυλά μου γλιτώνουν στο τσακ.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, αναπνέω με δυσκολία. Ξεκλειδώνω και με το που μπαίνω μέσα ακουμπάω πλάτη και κεφάλι στο ξύλο της πόρτας. Σαν να τη βαστάω για ν’ αντέξει.
Αποφασίζω να λύσω το θολό μυστήριο: Κάθομαι στον υπολογιστή και ψάχνω: προϋπολογισμός 2014, συνέντευξη Τύπου πανελλήνιας ομοσπονδίας πρατηριούχων εμπόρων καυσίμων, δελτία Τύπου, δηλώσεις, στατιστικά στοιχεία. Όλα συγκλίνουν στο ότι το Δημόσιο, από την εξίσωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης – κίνησης (που εκτίναξε την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης), είδε τα έσοδά του να μειώνονται κατά περίπου 300 εκατ. ευρώ την περίοδο 2012-2013 σε σχέση με την περίοδο 2011-2012.
300 εκατομμύρια ευρώ!!! Δηλαδή παίρνουν μέτρα που όχι μόνο μας παγώνουν και δηλητηριάζουν τον αέρα που αναπνέουμε, αλλά μειώνουν και από πάνω τα δημόσια έσοδα! Τι συμβαίνει εδώ; Το «φαινόμενο» σίγουρα δεν εξηγείται με όρους οικονομικούς. Και οι άνθρωποι που το επιβάλλουν σίγουρα δεν είναι ούτε ανίδεοι ούτε παράφρονες. Γνωρίζουν πολύ καλά τι κάνουν. Άλλωστε το περιέγραφε ξεκάθαρα πριν από αρκετές δεκαετίες ο «δάσκαλος της προπαγάνδας», ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο οποίος θεωρούσε αξεπέραστο εργαλείο την «κατάρρευση της καθημερινότητας» των λαών: Άνθρωποι που έχουν υποστεί αυτήν την κατάρρευση «σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις» έγραφε.
Ήξερε τι έλεγε ο Γκαίμπελς. Διότι καθημερινότητα είναι το να μην κρυώνεις, εσύ και τα παιδιά σου. Καθημερινότητα είναι το να έχεις δουλειά. Καθημερινότητα είναι τα σχολεία να έχουν δασκάλους και καθηγητές. Τα νοσοκομεία γιατρούς και νοσοκόμους. Καθημερινότητα είναι το να έχεις λεφτά για ν’ αγοράσεις φάρμακα. Καθημερινότητα είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα λεωφορεία που περνούν συχνά, οι δρόμοι χωρίς παράλογα διόδια. Καθημερινότητα είναι να μπορείς να κεράσεις τους φίλους σου, ν’ αγοράσεις ένα βιβλίο…
Την επόμενη μέρα σηκώθηκα ξημερώματα. Ήπια στα γρήγορα έναν ζεστό καφέ, μπήκα στο αμάξι και οδήγησα μέχρι τον Υμηττό. Πάρκαρα στην Μονή του Κουταλά και συνέχισα την ανάβαση με τα πόδια. Έπειτα από λίγη ώρα αποφάσισα να σταματήσω. Κάθισα σ’ ένα βραχάκι και χάζεψα την Αθήνα από ψηλά. Ένα καφετί νέφος, κληρονομιά της νύχτας, κάλυπτε την πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη, θυμίζοντάς μου το χθεσινοβραδινό τσούξιμο των ματιών. Σήκωσα το βλέμμα λίγο πιο ψηλά. Το γαλάζιο φως της μέρας είχε ξεπροβάλει με μεγαλοπρέπεια. Τυλιγμένος στο παλτό μου – ασπίδα στην πρωινή υγρασία, άκουγα τα τιτιβίσματα των πουλιών και ανέβαλλα από πεντάλεπτο σε πεντάλεπτο την αποχώρησή μου. Ένας κοκκινολαίμης στάθηκε σ’ έναν θάμνο μπροστά μου. Κούνησε το κεφάλι, σαν να μου έγνεφε. Του χαμογέλασα. Ο ήλιος, πια, με έλουζε ολόκληρο.
«Αα», είπα τότε μέσα μου, «η ζωή είναι όμορφη».
πηγή: Η ΑΥΓΗ